Συνεχίζοντας τις προηγούμενες σκέψεις, θέλω να θέσω μια ερώτηση: πώς γίνεται σε έναν κόσμο που καταιγιστικά αλλάζει, που σπάει και ξεπερνά κάθε μέρα τον ίδιο του τον εαυτό, τα ίδια του τα πλαίσια και όρια, τα ίδια του τα νοήματα και τις αλήθειες, πώς γίνεται να ζητούν κάποιοι να παραμείνουν ζωντανές κάποιες σταθερές αξίες; Πώς γίνεται δηλαδή, σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, να μιλάμε και να αναφερόμαστε σε κάτι σταθερό; Πόσο δόκιμο, πόσο λειτουργικό και πόσο τελικά ευεργετικό αλλά και πόσο βασανιστικό είναι κάτι τέτοιο;
Φυσικά, αντιλαμβάνεστε, ότι η έννοια της Αξίας και των Αξιών γενικότερα, εντάσσονται στην σύνθεση της έννοιας της Ηθικής, και ως συνέχεια της συζήτησης περί το "για ποια Ηθική μιλάμε" στη σημερινή εποχή, προκύπτει και η ανωτέρω ερώτηση.
Η Ηθική και οι Αξίες, αν έχουν νόημα και ισχύ είναι γιατί έχουν σταθερότητα και λειτουργούν ως σημεία σταθερής αναφοράς μέσα στις φουρτούνες της σκέψης και στην πλημμύρα των ερεθσμάτων, όπως ακριβώς λειτουργεί ένας Φάρος στη μέση του πουθενά τον οποίο αναζητούν οι επί γης θαλασσοδαρμένοι.
Αυτό που συμβαίνει όμως γύρω μας δεν είναι μια Σταθερή Αξία, αλλά μια Σταθερή Απαξία, μια συνεχής και ακατάλυπτη αποδόμηση και κατακρεούργηση των πιο σπουδαίων νοημάτων, επηρεασμένη ίσως αυτή η κατάσταση από (ή πιο σωστά, υποταγμένη σε αυτήν), την συνεχή αποδόμηση των πιο σπουδαίων νοσημάτων του Ανθρώπου (εδώ η έννοια της Βιοεξουσίας προεξάρχει και μαζί συμπαρασύρει και το πιο πάνω ερωτηματικό, οπότε το μετατρέπει σε ερωτηματικό περί Βιο-Ηθικής...).
Για μένα η Ηθική και η Σταθερή Αξία, είναι κάτι που δεν μπορώ να το πω με λόγια στη σημερινή εποχή που όλοι έχουν λόγο και αντί-λογο για όλα και όλους. Θα το δείξω όμως με δυο εικόνες:
Α] Η μια εικόνα, είναι αυτή που αντικρύζει κανείς όταν βρεθεί για κάποια λεπτά ενός πρωινού, στην -κατά την άποψή μου- πιο πολύβουη διασταύρωση της Αθήνας, αυτήν της Κηφισίας, Αλεξάνδρας, Βασιλίσσης Σοφίας και Φειδιπpίδου. Εκεί, θα δει έναν τροχονόμο, σταθερά στη θέση του τα τελευταία τουλάχιστον 18 χρόνια, να προσπαθεί να ρυθμίσει την κυκλοφορία της περιοχής. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που πάντα με χαμόγελο εξηγεί τις ανάγκες της κυκλοφορίας σε οδηγούς αυτοκινήτων, οδηγούς δικύκλων, πεζούς, περαστικούς, σε οδηγούς που τον βρίζουν, σε οδηγούς που του κορνάρουν, σε οδηγούς που δεν ξέρουν να οδηγούν και σε οδηγούς που δεν ξέρουν να καθοδηγούν τις ζωές τους. Πρόκειται για μια μορφή σπάνια, που είναι πάντα γελαστή και απευθύνεται με νεύματα, κινήσεις αλλά και με λόγια στους παρευρισκόμενους σε αυτή την πολυσύχαστη διασταύρωση, με περισσή ευγένεια που πραγματικά ξεχειλίζει. Του έχει ανατεθεί ένα από τα πιο δύσκολα τροχονομικά πόστα, ένα σημείο που συνάδελφοί του θα γαμοσταύριζαν αν τους έλεγαν ότι θα είναι για μια ζωή εκεί σταθεροί. Ο τύπος όμως αυτός, θαρρείς, ότι μιλά σε συγγενείς του και με παραινετικό τρόπο τους εξηγεί ποιο κατά την άποψή του είναι το σωστόξ όσο και αν τον χλευάζουν όλοι εκείνοι οι χρήστες του δρόμου που έχουν σκάσει 50άρικο για να πάρουν το δίπλωμα νύχτα. Ο άνθρωπος αυτός νιώθει τον κόμβο ως το σπίτι του και τους ανθρώπους που περνούν από εκεί, ως επισκέπτες στο σπίτι του. Αν κάποιος αναγκαστεί να μείνει στον κόμβο 5λεπτά παραπάνω και τρελένεται με τη βαβούρα που βλέπει στο σημείο, εκείνος μένει όλη του τη βάρδια στο σημείο, επιμένοντας όμως να βλέπει την ομορφιά του σημείου. Και αν δεν υπάρχει από μόνη της αυτή η ομορφιά, τη δημιουργεί ο ίδιος ανάμεσα σε εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες καθημερινούς διερχόμενους συνανθρώπους του. Αυτός ο άνθρωπος, κάνει τη δουλειά του με θαυμαστό τρόπο, εκπέμποντας άπλετο φως, όταν οι περισσότεροι γύρω του εκπέμπουν άπλετους ρύπους και πολύ γκρίζο. Αυτός ο άνθρωπος, δεν κάνει απλά τη δουλειά του σωστά, αλλά την κάνει και συνεχόμενα και μάλιστα για τουλάχιστον 18 χρόνια που τυχαίνει και περνάω από το σημείο. Πρόσφατα, είδα ότι κάποιος του χάρισε μια γλάστρα στη μέση εκεί του δρόμου, και αυτός σαν μικρό παιδί την πήρε και την έβαλε κάτω από το πράσινο φως ενός φαναριού για να την πάρει μαζί του προφανώς μόλις θα τελείωνε τη βάρδιά του. Έλαμπε ολόκληρος μόλις την πήρε τη γλάστρα στα χέρια του. Εγώ, και ευτυχώς και κάποιοι άλλοι -συμπεριλαμβανομένου και εκείνου ή εκείνης που του χάρισε τη γλάστρα- βλέπαμε ότι έλαμπε ο τύπος ολόκληρος και πριν πάρει τη γλάστρα. Ενσάρκωνε το ίδιο το φως. Αυτή είναι λοιπόν, μια Σταθερή Αξία: μια εικόνα που εκπέμπει το ίδιο φως, όποτε και αν την κοιτάξεις, όσα χρόνια και αν περάσουν, ό,τι αλλαγές και αν συμβούν.
Β] Η δεύτερη εικόνα, έχει πάλι πολύ φως. Είναι το Φως των Ονείρων μας, τα οποία γεννιούνται μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Πιο συγκεκριμένα, είναι το Φως των Παιδικών μας Ονείρων, το πιο Αγνό, Αμόλυντο, Αψεγάδιαστο, Ανέγγιχτο, Φως που στέκεται ταπεινό μπροστά στο άγνωστο σκότος... Φυσικά, το Φως αυτό, δεν μπορεί να μην έχει σύνδεση με τον Ουρανό, (τουλάχιστον τον δικό μου Ουρανό, αυτόν που βλέπω όταν αντικρύζω την κόρη μου):
Για να συνοψίσουμε λοιπόν, αναζητώντας την έννοια "Αξία" σε μια καθημερινότητα που βρίθει από
"Απαξία", προκύπτει μια και μοναδική Σταθερότητα: σίγουρα όχι αυτή που θεωρούμε ως ιδιοσυστασιακή της έννοιας "Αξία", αλλά μια άλλη Σταθερότητα, εκείνη του διαρκώς επαναλαμβανόμενου και σταθερά ανακύπτοντος αιτήματος περί Αναζήτηση Αξιών σε μια πληθώρα συμπεριφορών Απαξιωτικών απέναντι στο μεγαλείο της Ζωής. Και αν η Ζωή η ίδια γεννιέται με πόνο (κάθε γέννα εμπεριέχει τον "πόνο"), σήμερα που όλα γίνονται με σκοπό να απαλείψουμε τον πόνο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα όλα θέλουν η Ζωή να είναι μη-Ζωή, το Φυσικό να είναι μη-Φυσικό και η Αξία να είναι μη-Αξία, δηλαδή Απαξία.
"Απαξία", προκύπτει μια και μοναδική Σταθερότητα: σίγουρα όχι αυτή που θεωρούμε ως ιδιοσυστασιακή της έννοιας "Αξία", αλλά μια άλλη Σταθερότητα, εκείνη του διαρκώς επαναλαμβανόμενου και σταθερά ανακύπτοντος αιτήματος περί Αναζήτηση Αξιών σε μια πληθώρα συμπεριφορών Απαξιωτικών απέναντι στο μεγαλείο της Ζωής. Και αν η Ζωή η ίδια γεννιέται με πόνο (κάθε γέννα εμπεριέχει τον "πόνο"), σήμερα που όλα γίνονται με σκοπό να απαλείψουμε τον πόνο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα όλα θέλουν η Ζωή να είναι μη-Ζωή, το Φυσικό να είναι μη-Φυσικό και η Αξία να είναι μη-Αξία, δηλαδή Απαξία.
Νομίζω, πιο όμορφα απ' όλους, το έχει θέσει το θέμα ο Lewis Mumford στο κάτωθι απόσπασμά του:
«Εαν πρέπει να δημιουργήσουμε ισορροπημένα ανθρώπινα όντα, ικανά να διεισδύσουν σε μία παγκόσμια συνεργασία με άλλα άτομα καλής πίστης, και αυτό είναι το υπέρτατο καθήκον της γενιάς μας και το θεμέλιο όλων των άλλων επιτευγμάτων της, πρέπει να δώσουμε τόση έμφαση στα συναισθήματα και στην έκφραση ηθικών και αισθητικών αξιών όση δίνουμε στην επιστήμη, στις εφευρέσεις και στην πρακτική οργάνωση. Το ένα χωρίς το άλλο δεν έχει καμία αξία. Και οι αξίες δεν έρχονται έτοιμες: πετυχαίνονται από μία αποφασιστική προσπάθεια εξισορρόπησης των γεγονότων της προσωπικής εμπειρίας με τα ιστορικά πρότυπα που διαμορφώθηκαν στο παρελθόν από εκείνους που αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους στην επίτευξη και την έκφραση αξιών. Αν πρέπει να εκφράσουμε την αγάπη στην καρδιά μας, πρέπει να καταλάβουμε τι σήμαινε η αγάπη αυτή για τον Σωκράτη και τον Αγιο Φραγκίσκο, το Δάντη και τον Σαιξπηρ, την Εμιλυ Ντίκινσον και την Κριστίνα Ροσέτι, τον εξερευνητή Shackleton και τους ατρόμητους γιατρούς που σκόπιμα εξέθεσαν τον εαυτό τους στον κίτρινο πυρετό. Αυτές οι ιστορικές εκδηλώσεις της αγάπης δεν καταγράφονται στις ημερήσιες εφημερίδες ή τα τρέχοντα ραδιοφωνικά προγράμματα: είναι κρυμμένες απο τους ανθρώπους που έχουν μυαλά του συρμού. Η αρετή δεν είναι ένα χημικό προϊον, όπως το περιέγραψε κάποτε ο Taine: είναι ένα ιστορικό προϊον, όπως η γλώσσα και η λογοτεχνία. Και αυτό σημαίνει οτι αν πάψουμε να ενδιαφερόμαστε γι’αυτήν, πάψουμε να την καλλιεργούμε, πάψουμε να μεταφέρουμε τις αξίες της, ένα μεγάλο μέρος της θα μείνει χωρίς νόημα, σαν μία νεκρή γλώσσα προς την οποία χάσαμε των κώδικα. Αυτό, καταθέτω, είναι εκείνο που συνέβη στη διάρκεια της ζωής μας...
Lewis Mumford - “Values for Survival”, 1946
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου