Ο αγών, η αγωνία, το εναγώνιο...



Στην ιστορία έχει γίνει πολύς... λόγος, για την αξία της ελληνικής γλώσσας, για το γλωσσικό ζήτημα (σχετικά με την αντιπαράθεση καθαρεύουσας-δημοτικής) που ταλάνισε την ελληνική κοινωνία για πάνω από 100 χρόνια, για τη φτωχή ή πλούσια γλώσσα, για την αξεπέραστη αρχαία ελληνική γλώσσα ή για την φθίνουσα γλώσσα των νέων γενιών κοκ...

Έχετε σκεφτεί όμως ποτέ, αν όλη αυτή η αντιπαράθεση είναι παντελώς... εξωγλωσσική;! Αν δηλαδή είναι ένα φαινόμενο που δεν αφορά καθόλου, ούτε έχει να κάνει με, την ίδια τη γλώσσα;!

Η αρχαία ή η καθαρεύουσα γλώσσα, που τόσο μας γεμίζει με εθνική υπερηφάνια, αλλά που λίγοι σήμερα ξέρουμε να διαβάζουμε και ακόμη λιγότεροι να μιλάμε, άραγε τί περιέχει και έχει αξία; Είναι η ίδια η δομή της ή μήπως ο συμβολισμός που αυτή φέρει, κατά τον οποίο μας παραπέμπει στα τεράστια πνευματικά οικοδομήματα των προγόνων μας; 

Ο Καβάφης στο "Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία" γράφει:


"Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη
οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη"

Τι θέλει άραγε να πει με αυτό το στίχο ο ποιητής;


"Και ομως τη δεκαετία του 1980 το ζητούμενο δεν είναι η επιστροφή στην καθαρεύουσα [...], το ζητούμενο είναι μια γλώσσα 'καλύτερη' από αυτήν που μιλάει (και γράφει) η ελληνική γλωσσική κοινότητα. Αποκαλυπτικό ανάμεσα στα προτεινόμενα μέτρα θεραπείας της γλωσσικής παρακμής είναι το παλαιότατο και πάντα ισχυρό ιδεολογικό άτοπο που συνοψίζεται στην πεποίθηση ότι για να μιλήσουν 'σωστά' οι Έλληνες τη γλώσσα τους πρέπει να μάθουν καλά μιαν άλλη γλώσσα, την αρχαία.

[...]

Ο κοινωνικός ρατσισμός που με κυνική αφέλεια περιέχεται στις θέσεις της δικτατορίας σχετίζεται με τον εθνικισμό εναντίον του οποίου πολέμησαν οι δημοτικιστές, τον εθνικισμό εκείνο που μεγαληγορώντας για την κλασσική αρχαιότητα διεκδικεί τιμή και δόξα στην εθνική ταυτότητα για την ομοιότητά της και μόνο με τους αρχαίους προγόνους. Αυτή η εθνική ιδεολογία αναβιώνει σε περιόδους κρίσης των αξιών που χαρακτηρίζει απουσία ιδεολογικής προοπτικής. Κατά τις περιόδους αυτές οι δεύτερης συνήθως κατηγορίας διανοούμενοι επιδιώκουν να αναγνωρίζονται ως τρισέβαστοι και σπουδαίοι με αποκλειστική επίκληση της ελληνικότητάς τους που αντιλαμβάνονται σαν 'ομοιότητα' με τους προγόνους. Καθώς αυτή η ομοιότητα δεν έχει από πουθενά σχεδόν να αντλήσει ενδείξεις, επικεντρώνεται συστηματικά στη γώσσα. Επαναλαμβάνεται έτσι από τα μέσα του 19ου αιώνα η ίδια αντίφαση, περιγράφεται η ελληνικότητα και η ελληνική γλώσσα με τα μελανότερα χρώματα και τα υβριστικότερα επίθετα, για να συμπληρωθεί από μια λεξιθηρική και συχνά γελοιογραφική στην υπερβολή της εξύμνηση μιας 'άλλης' ελληνικότητας και μιας 'άλλης' ελληνικής γλώσσας, που ονομάζεται διαχρονκή και επικαλείται τους αιώνες παράλληλα κατακεραυνώνοντας τους δημοτικιστές. Την άποψη αυτή την είδαμε από τον καιρό του Ψυχάρη μέχρι την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Την παρακολουθησαμε να επαναλαμβάνεται τη μετεμφυλιακή δεκαετία του 1950. Θα την ξαναδούμε ως μεταγλωσσική θέση των δικτατόρων της επταετίας 1967-1974 και σαν ειρωνία της ιστορίας θα τη συναντήσουμε απρόσμενα με τα ίδια επιχειρήματα και ακριβώς την ίδια λογική τη δεκαπενταετία 1980-1995".

(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το υπέροχο βιβλίο που σήμερα ολοκλήρωσα και συνιστώ όπως και δήποτε: "Η Γλώσσα και το Έθνος 1880-1980, Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα" της Άννας Φραγκουδάκη, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001) 


Άραγε τί ήθελε να πει ο ποιητής Καβάφης με αυτά τα καυστικά λόγια του; Είναι μάλλον, αυτή η πολιτική ερμηνεία που λαμβάνει κάθε διαμάχης στην ελληνική κοινωνία; Είναι αυτή η δυσκολία να διακρίνουμε το όριο του εθνικού και του εθνικισμού; Είναι η δυσκολία να αντιληφθούμε ότι εδώ και τουλάχιστον 100 χρόνια η λέξη δημοτική εμπεριέχεται στη λέξη δημο(κρα)τική, επειδή ακριβώς η δημοτική αφορά όλο το λαό, μιλιέται και χρησιμοποιείται από όλο το λαό, όπως ακριβώς γίνεται και με την εξουσία την κοινωνική -που για να είναι δημοκρατική- πρέπει να ασκείται και να χρησιμοποιείται από όλο το λαό...; Η βάση του συλλογισμού μας λοιπόν, όταν καταπιανόμαστε με θέματα της γλώσσας πρέπει να δοθεί στη... βάση του συλλογιστικού μας... κοινώς, στον ίδιο το λαό και στην κοινή μοίρα του. 

Όπως είχε πει ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Σεφέρης στο ποίημά του "Μυκήνες":

"Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου."

για να τονίσει δια στόματος ενός "Γέροντα την Ακροποταμιά" ο οποίος στέκει στα "Ημερολόγια καταστρώματος Β' " :

"Δε θέλω τίποτε άλλο, παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη."

Η γλώσσα του λαού, δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γλώσσα του πόνου, τη γλώσσα του καθημερινού μόχθου και τη γλώσσα εκείνων των συνθηκών που γεννούν νέα πράγματα μέσα από τη συνεχή τριβή. Η τριβή των ανθρώπων παράγει θερμότητα και είναι αυτή η θερμότητα, που ζεσταίνει τις ψυχές των ανθρώπων...

Όπως με τη θρησκεία, έτσι και με τη γλώσσα (για να μην επεκταθώ στη γλώσσα της θρησκείας... και η βλακεία υψωθεί στο τετράγωνο...) αυτό που επικρατεί πραγματικά είναι ο φανατισμός, αντί ο σεβασμός και η προσπάθεια για επικοινωνία. Είναι κάτι άλλο, από ό,τι πραγματικά οι βαθειές έννοιες αυτές (θρησκεία-γλώσσα), ως διαφοροποιητικά πολιτισμικά στοιχεία, πρεσβεύουν, καθότι είναι άλλο αφενός από τη θεία-κοινωνία που η θρησκεία υπόσχεται και αφετέρου άλλο από την πραγματική επι-κοινωνία που η γλώσσα προσδοκά.

Εξάλλου, η γλώσσα όταν χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει αντί να ενώσει, για να επιτεθεί αντί να επικοινωνήσει, φτάνουμε σε ακραία φαινόμενα.


"Η αταίριαστη με την Ευρώπη δικτατορία του 1967, έδωσε στη μετεμφυλιακή δεξιά την ευκαιρία ιδεολογικής αναβάπτισης και υπέρβασης του βαθύτατου χάσματος που είχε ανοίξει ο εμφύλιος πόλεμος. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι της τότε διεξιάς συνειδητοποίησαν ότι τα θεμέλια της κοινωνίας δεν κινδυνεύουν από την κομμουνιστική αριστερά (που πουθενά στην τότε δυτική Ευρώπη δεν απειλεί το καθεστώς) αλλά από την άσκηση της πολιτικής χωρίς τη συναίνεση της πλειοψηφίας των κοινωνικών ομάδων. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι της τότε δεξιάς θα στραφούν από τότε προς την πολιτική και τον ιδεολογικό λόγο του σεβασμού του κοινοβουλευτισμού και θα αρχίσουν από το 1967 να υπερασπίζονται τις αρχές της δημοκρατίας. Η σημαντική αυτή αλλαγή θα έχει επιπτώσεις. Το καλοκαίρι του 1974, με τη διάλυση του χουντικού κράτους, που επέφερε η τελευταία 'εθνική' πράξη των δικτατόρων το πραξικόπημα στην Κύπρο και ακολούθησαν η επέμβαση τουρκικών στρατευμάτων και η διχοτόμηση, η καθεστωτική αλλαγή θα επιτρέψει να γίνει δεκτός στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με ευρεία συναίνεση και να αποχτήσει η ελληνική πολιτική ένα κόμμα συντηρητικό στο προφίλ της ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας."


(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το υπέροχο βιβλίο που σήμερα ολοκλήρωσα και συνιστώ όπως και δήποτε: "Η Γλώσσα και το Έθνος 1880-1980, Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα" της Άννας Φραγκουδάκη, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001, σελ. 90)