Ανατρέχοντας σε μια ανάλυση πολλών ετών πίσω, διαπιστώνει κανείς την απλότητα των μαθηματικών υπολογισμών μέσα από τους οποίους αναλογίζεται κανείς τη διάσταση της πολιτικής οικονομίας των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών. Και βέβαια, όπως θα διαπιστώσετε, ο εχθρός και το μεγάλο πρόβλημα, είναι πάλι ο... χρόνος!
«Με την πρώτη ματιά ο αστικός πλούτος εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός εμπορευμάτων και κάθε ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδης υπόστασή του. Κάθε εμπόρευμα, όμως, παρουσιάζεται με τη διπλή όψη της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας.
Το εμπόρευμα είναι καταρχάς, σύμφωνα με τη διατύπωση των άγγλων οικονομολόγων ‘οποιοδήποτε πράγμα το οποίο είναι αναγκαίο, χρήσιμο ή ευχάριστο στη ζωή’, αντικείμενο ικανοποίησης ανθρώπινων αναγκών, μέσο συντήρησης με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Αυτή η υπόσταση του εμπορεύματος ως αξία χρήσης συμπίπτει με τη φυσική του, χειροπιαστή ύπαρξη. Το σιτάρι, π.χ., είναι μια διακριτή αξία χρήσης που διαφέρει από τις αξίες χρήσης: βαμβάκι, γυαλί, χαρτί κ.λπ. Η αξία χρήσης έχει αξία μόνο για τη χρήση και πραγματοποιείται μόνο στη διαδικασία της κατανάλωσης. Η ίδια αξία χρήσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικούς τρόπους. Ωστόσο, το σύνολο των πιθανών της χρήσεων συνοψίζεται στην υπόστασή της ως πράγματος με συγκεκριμένες ιδιότητες. Ακόμα, η αξία χρήσης δεν καθορίζεται μόνο ποιοτικά, αλλά και ποσοτικά. Ανάλογα με τις φυσικές τους ιδιότητες, οι διάφορες αξίες χρήσης έχουν διαφορετικά μέτρα, π.χ., ένα μπούσελ σιτάρι, μία δεσμίδα χαρτί, ένας πήχης ύφασμα κ.λπ.
[...] Ας πάρουμε ένα εμπόρευμα ως αξία χρήσης, π.χ., ένα διαμάντι. Στο υλικό του διαμαντιού δεν υπάρχει τίποτα που να μας δίνει να καταλάβουμε ότι είναι εμπόρευμα. Όπου χρησιμεύει ως αξία χρήσης, όπως για την ικανοποίηση αισθητικών ή τεχνικών αναγκών, στο στήθος μιας καλοντυμένης γυναίκας ή στο χέρι του υαλοκόπτη, είναι απλώς διαμάντι και όχι εμπόρευμα. Το να είναι ένα προϊόν αξία χρήσης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι και εμπόρευμα, ενώ το αν ένα προϊόν είναι εμπόρευμα είναι αδιάφορο για να είναι αξία χρήσης. Η αξία χρήσης ως αδιάφορη για τον οικονομικό καθορισμό, δηλαδή η αξία χρήσης ως αξία χρήσης, βρίσκεται έξω από το πεδίο εξέτασης της πολιτικής οικονομίας. Εμπίπτει στο πεδίο της μόνο όταν η ίδια η αξία χρήσης αποκτά κοινωνικό προσδιορισμό. Άμεσα η αξία χρήσης αποτελεί την υλική βάση πάνω στην οποία παριστάνεται μια συγκεκριμένη οικονομική σχέση, η ανταλλακτική αξία.
Η ανταλλακτική αξία εμφανίζεται, καταρχάς, ως ποσοτική σχέση με την οποία μπορούν να ανταλλάσσονται μεταξύ τους αξίες χρήσης. Σε αυτή τη σχέση εκφράζουν το ίδιο ανταλλακτικό μέγεθος. Έτσι, ένας τόμος του Προπέρτιου μπορεί να είναι της ίδιας ανταλλακτικής αξίας με 8 ουγκιές ταμπάκου, παρά την ανομοιότητα των αξιών χρήσης του ταμπάκου και της ελεγείας. Ως ανταλλακτική αξία, η μία αξία χρήσης αξίζει ακριβώς όσο και η άλλη, αν φυσικά τις συγκρίνουμε στις σωστές ποσοτικές αναλογίες. [...] Όντας, λοιπόν, τελείως αδιάφορα για το φυσικό τρόπο ύπαρξής τους και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη φύση της ανάγκης την οποία ικανοποιούν ως αξία χρήσης, τα εμπορεύματα εξισώνονται μεταξύ τους σε συγκεκριμένες αναλογίες, αντικαθιστούν το ένα το άλλο στην ανταλλαγή, ισχύουν ως ισοδύναμα και παριστάνουν έτσι, παρά την ανομοιότητα στην εμφάνισή τους, την ίδια ουσία.
Οι αξίες χρήσης είναι άμεσα μέσα συντήρησης. Αντίστροφα όμως, αυτά τα μέσα συντήρησης είναι και τα ίδια προϊόντα της κοινωνικής ζωής, αποτέλεσμα ξοδεμένης ανθρώπινης ενέργειας, αντικειμενοποιημένη εργασία. Ως υλοποίηση της κοινωνικής εργασίας, όλα τα εμπορεύματα είναι αποκρυσταλλώματα της ίδιας ενότητας. Τώρα πρέπει να εξετάσουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτής της ουσίας, δηλαδή της εργασίας η οποία παριστάνεται με την ανταλλακτική αξία.
Ας υποθέσουμε ότι μια ουγκιά χρυσός, ένας τόνος σίδηρος, ένα κουάρτερ σιτάρι και είκοσι πήχεις μεταξωτό ύφασμα είναι ανταλλακτικές αξίες ίσου μεγέθους. Ως τέτοια ισοδύναμα, στα οποία έχει χαθεί η ποιοτική διαφορά των αξιών χρήσης, παριστάνουν ίσο όγκο της ίδιας εργασίας. Η εργασία που αντικειμενοποιείται σε αυτά στον ίδιο βαθμό, πρέπει να είναι και η ίδια ομοιόμορφη, αδιαφοροποίητη, απλή εργασία, για την οποία είναι αδιάφορο αν εμφανίζεται στο χρυσό, στο σίδηρο, στο σιτάρι, στο μεταξωτό [...]. Αλλά η εξόρυξη του χρυσού και του σιδήρου στα μεταλλεία, η καλλιέργεια του σιταριού και η ύφανση του μεταξιού είναι ποιοτικά διαφορετικά είδη εργασίας. Πράγματι, αυτό που παρουσιάζεται στα πράγματα σα διαφορά των αξιών χρήσης, στη διαδικασία της παραγωγής τους παρουσιάζεται σα διαφορά των δραστηριοτήτων οι οποίες παράγουν αυτές τις αξίες χρήσης. Αφού είναι αδιάφορη απέναντι στο ιδιαίτερο υλικό της κάθε αξίας χρήσης, η εργασία που δημιουργεί ανταλλακτική αξία είναι αδιάφορη απέναντι στην ειδική μορφή της ίδιας της εργασίας που δημιουργεί αυτές τις αξίες χρήσης. Οι διαφορετικές αξίες χρήσης είναι προϊόντα της δραστηριότητας διαφορετικών ανθρώπων, αποτέλεσμα, λοιπόν, διαφορετικών μεταξύ τους ατομικών εργασιών. Ως ανταλλακτικές αξίες, όμως, παριστάνουν όμοια, αδιαφοροποίητη εργασία, δηλαδή εργασία στην οποία έχουν σβηστεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εργατών. Κατά συνέπεια, η εργασία που δημιουργεί ανταλλακτική αξία είναι αφηρημένη γενική εργασία.
Αν μια ουγκιά χρυσός, ένας τόνος σίδηρος, ένα κουάρτερ σιτάρι και είκοσι πήχεις μεταξωτό είναι ανταλλακτικές αξίες ίσου μεγέθους ή, με άλλα λόγια, ισοδύναμα, τότε η 1 ουγκιά χρυσός, ο μισός τόνος σίδηρος, τα 3 μπούσελ σιτάρι και οι 5 πήχεις μεταξωτό είναι ανταλλακτικές αξίες εντελώς διαφορετικού μεγέθους και αυτή η ποσοτική διαφορά είναι η μοναδική διαφορά που γενικά είναι δυνατό να έχουν ως ανταλλακτικές αξίες. Ως ανταλλακτικές αξίες διαφορετικού μεγέθους, παριστάνουν μεγαλύτερες ή μικρότερες ποσότητες αυτής της απλής, ομοιόμορφης, αφηρημένης, γενικής εργασίας η οποία αποτελεί την ουσία της ανταλλακτικής αξίας. Το ερώτημα είναι πώς να μετρήσουμε αυτές τις ποσότητες. Ή, μάλλον, ποια είναι η ποσοτική υπόσταση αυτής της ίδιας της εργασίας, αφού οι διαφορές μεγέθους των εμπορευμάτων ως ανταλλακτικών αξιών δεν είναι τίποτε άλλο, παρά διαφορές μεγέθους της αντικειμενοποιημένης σε αυτά εργασίας. Όπως η ποσοτική υπόσταση της κίνησης είναι ο χρόνος, έτσι και η ποσοτική υπόσταση της εργασίας είναι ο χρόνος εργασίας. [...] Ο χρόνος εργασίας είναι ο ζωντανός τρόπος ύπαρξης της εργασίας ανεξάρτητα από τη μορφή της, το περιεχόμενό της, την ατομικότητά της. Είναι ο ζωντανός τρόπος ύπαρξης της εργασίας ως ποσοτική της έκφραση και ταυτόχρονα ως φυσικό της μέτρο. Ο χρόνος εργασίας που είναι αντικειμενοποιημένος στις αξίες χρήσης των εμπορευμάτων είναι από τη μία η ουσία που τα μετατρέπει σε ανταλλακτικές αξίες και, κατά συνέπεια, σε εμπορεύματα, και από την άλλη το μέτρο που μετράει το μέγεθος της αξίας τους. [...] Ως ανταλλακτική αξία, όλα τα εμπορεύματα είναι μόνο ορισμένη ποσότητα στερεοποιημένου χρόνου εργασίας».
(Μέρος 1 «Το κεφάλαιο γενικά», κεφ. 1, «Το εμπόρευμα», σ. 29-34)
«Για να μετρήσουμε την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων στη βάση του χρόνου εργασίας που περιέχουν, πρέπει οι διαφορετικές εργασίες να αναχθούν και οι ίδιες σε αδιαφοροποίητη, ομοιόμορφη, απλή εργασία, με λίγα λόγια σε εργασία της ίδιας ποιότητας και κατά συνέπεια, σε εργασία που διαφοροποιείται μόνο ποσοτικά.
Η αναγωγή αυτή εμφανίζεται ως αφαίρεση, αλλά πρόκειται για μια αφαίρεση η οποία συντελείται καθημερινά στην κοινωνική διαδικασία της παραγωγής. [...] Η εργασία, όπως μετριέται έτσι με το χρόνο, δεν παρουσιάζεται στην πραγματικότητα ως εργασία διαφορετικών ατόμων, αλλά, αντίθετα, τα διαφορετικά εργαζόμενα άτομα παρουσιάζονται ως απλά όργανα της εργασίας. Ή, με άλλα λόγια, η εργασία, όπως παριστάνεται στις ανταλλακτικές αξίες, θα μπορούσε να εκφραστεί ως γενική ανθρώπινη εργασία. Αυτή η αφαίρεση της γενικής ανθρώπινης εργασίας ενυπάρχει στη μέση εργασία, την οποία μπορεί να εκτελέσει κάθε μέσο άτομο μιας δεδομένης κοινωνίας και η οποία συνίσταται σε μία ορισμένη παραγωγική δαπάνη ανθρώπινων μυών, νεύρων, μυαλού κ.λπ. Είναι απλή εργασία, στην οποία μπορεί να εκπαιδευτεί κάθε μέσο άτομο και την οποία μπορεί να εκτελέσει στη μία ή την άλλη μορφή. Ο χαρακτήρας της μέσης αυτής εργασίας διαφέρει σε κάθε διαφορετική εποχή πολιτισμού, αλλά σε μία συγκεκριμένη κοινωνία εμφανίζεται ως δεδομένος. Η απλή εργασία αποτελεί το μεγαλύτερο όγκο όλης της εργασίας που γίνεται στην αστική κοινωνία, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσεις από οποιαδήποτε στατιστική. [...] Τι συμβαίνει, όμως, με τη σύνθετη εργασία, η οποία υψώνεται πάνω από το μέσο όρο ως εργασία μεγαλύτερης έντασης και μεγαλύτερου ειδικού βάρους; Αυτό το είδος της εργασίας ανάγεται σε κάποια ποσότητα απλής εργασίας, ανάγεται, δηλαδή, σε απλή εργασία εξυψωμένη σε ανώτερη δύναμη, έτσι που, π.χ., μια ημέρα σύνθετης εργασίας να ισοδυναμεί με τρεις ημέρες απλής εργασίας».
(Μέρος 1, «Το κεφάλαιο γενικά», κεφ. 1, «Το εμπόρευμα», σ. 35-36)
«Τέλος, την εργασία που δημιουργεί ανταλλακτική αξία την χαρακτηρίζει το γεγονός ότι οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων παρουσιάζονται αναποδογυρισμένες, παρουσιάζονται δηλαδή σαν κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα. Μόνο στο βαθμό που μια αξία χρήσης σχετίζεται με την άλλη ως ανταλλακτική αξία, σχετίζονται και οι εργασίες των διαφορετικών ατόμων, η μία με την άλλη, ως ίσες και γενικές εργασίες. Αν, επομένως, είναι σωστό να λέμε ότι η ανταλλακτική αξία είναι σχέση ανάμεσα σε άτομα, θα πρέπει να προστεθεί: Σχέση κρυμμένη κάτω από υλικό περίβλημα. [...] Είναι μόνο η συνήθεια της καθημερινής ζωής που εμφανίζει το γεγονός ότι μία κοινωνική σχέση παραγωγής παίρνει τη μορφή ενός αντικειμένου σαν κάτι το τετριμμένο, σαν κάτι το αυτονόητο, έτσι ώστε η σχέση των ατόμων στην εργασία τους να παρουσιάζεται σα μια σχέση των πραγμάτων μεταξύ τους ή σα μια σχέση μεταξύ των πραγμάτων και των ατόμων».
(Μέρος 1, «Το κεφάλαιο γενικά», κεφ. 1, «Το εμπόρευμα», σ. 41-42)
«Μέχρι τώρα το εμπόρευμα εξετάστηκε από διπλή οπτική γωνία, ως ανταλλακτική αξία και ως αξία χρήσης, κάθε φορά, όμως, μονόπλευρα. Ως εμπόρευμα, ωστόσο, αποτελεί άμεση ενότητα αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας, ενώ ταυτόχρονα είναι εμπόρευμα μόνο σε σχέση με άλλα εμπορεύματα. Η πραγματική σχέση των εμπορευμάτων μεταξύ τους είναι η διαδικασία της ανταλλαγής τους. Η διαδικασία της ανταλλαγής είναι εκείνη η κοινωνική διαδικασία στην οποία εισέρχονται ανεξάρτητα μεταξύ τους άτομα, αλλά εισέρχονται μόνο ως κάτοχοι εμπορευμάτων. Ο ένας παραγωγός υπάρχει για τον άλλο μόνο στο βαθμό που υπάρχουν τα εμπορεύματά τους, και έτσι τα άτομα εμφανίζονται στην πραγματικότητα μόνο ως συνειδητοί φορείς της διαδικασίας της ανταλλαγής».
(Μέρος 1, «Το κεφάλαιο γενικά», κεφ. 1, «Το εμπόρευμα», σ. 53)
(αναδημοσίευση χωρίς άδεια από το έργο του Καρλ Μαρξ "Κριτική της πολιτικής οικονομίας" μτφρ. Χρήστος Μπαλωμένος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου