Αναδημοσίευση από το φύλλο της 9ης Δεκεμβρίου της "Καθημερινής" στη στήλη "Γράμματα Αναγνωστών":
"Εχουμε ανάγκη από στρατιώτες
Κύριε διευθυντά,
Στους σημερινούς ζοφερούς καιρούς που ο κόσμος αναζητεί απεγνωσμένα κομμάτι τόπου σταθερού για να «γαντζώσει» την ελπίδα του, δεν είναι λίγες οι φωνές που ακούγονται από παντού για την ευθύνη που βαραίνει την «πνευματική ηγεσία» του τόπου, να δώσει χέρι βοήθειας για την έξοδο από το αδιέξοδο.
Το κακό είναι ότι η κοινωνία περιμένει αυτή τη βοήθεια να έλθει υπό τη μορφή κάποιου οργανωμένου σχήματος, που θα ενσαρκώσει ένα νέο «αφήγημα» (μια λέξη που ταιριάζει σ' έναν λαό που είναι εθισμένος στο «παραμύθιασμα»), όπως είναι σήμερα του συρμού να ονοματίζεται το «όραμα» μιας κοινωνίας. Αυτού του τύπου η προσδοκία έχει σύμφυτο μέσα της το σπέρμα της ουτοπίας. Ποιος γνωστικός άνθρωπος σ' αυτόν τον τόπο, με αυτή την ιστορία και αυτό το παρελθόν αγνωμοσύνης και αχαριστίας από μέρους των πολλών και αρχομανίας και αλαζονείας από μέρους των ολίγων, θα θελήσει να μπει σε τέτοιου είδους περιπέτειες;
Με αυτό το σκεπτικό η «πνευματική ηγεσία» καλώς ποιεί και ουδέν πράττει.
Αυτό μπορεί να απαλλάσσει από τις ευθύνες τη συλλογικότητα αλλά όχι και την ατομικότητα. Και όσο και αν ακούγεται αντιφατικό, η κοινωνία μας έχει ανάγκη σήμερα από άτομα (προσωπικότητες) και όχι από φορείς (συνδικαλιστικού τύπου). Εις την απλήν ελληνικήν έχει ανάγκη από στρατιώτες - οπλίτες και όχι από στρατηγούς - επιτελείς. Πολλοί (και πολλές) είπαν ότι θα υπηρετήσουν τον τόπο ως στρατιώτες (αν εκεί τους τοποθετήσουν τα δημοκρατικά θέσμια), αλλά με τη στάση τους απλώς απέδειξαν την αλήθεια της σοφίας του λαού που λέει ότι «είναι βαριά η καλογερική».
Είναι κοινή η αντίληψη ότι η «Διανόηση» είναι κάτι το ιδεατό και αφηρημένο που θεωρεί τον κόσμο από τη δική της θεωρητική σκοπιά. Ανάμεσα στην «αυθόρμητη διακύμανση του τίποτα» της φυσιοκρατίας και στο «αδιανόητο τίποτα» του ησυχασμού πού να βρεθεί χώρος για την αναζήτηση του προσώπου του «πλησίον»;
Ενας βαθύς στοχαστής, αλλά και αυστηρός τιμητής των πάντων, προσδοκά κάποια αναθεώρηση του Συντάγματος που θα φέρει ως διά μαγείας την άνοιξη στη χειμαζόμενη Ελλάδα. Και όμως, υπάρχουν Ελληνες που παίρνουν το ζήτημα προσωπικά και πρακτικά.
Σίγουρα θα ήταν μεγάλη χαρά όταν μαθαίναμε ότι κάποιος από αυτούς είναι απλό αλλά ενεργό μέλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, της Unicef, της Διεθνούς Αμνηστίας, της Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες ή όποιας άλλης οργάνωσης που υπηρετεί τον πόνο και τη δυστυχία των συνανθρώπων μας (όπως έκανε για παράδειγμα ο αείμνηστος Αντώνης Σαμαράκης).
Ποιος θα μπορούσε να μην αναγνωρίσει αφενός τη δυναμική συμβολή της συμμετοχής αυτής στο κύρος του φορέα που θα υπηρετούσε και αφετέρου την τεράστια δύναμη του παραδείγματος που θα έσπευδαν να μιμηθούν πλειάδα όση προσώπων, που έχουν τη διάθεση να συστρατευθούν για το καλό της χώρας; Τι πιο τρανταχτή απάντηση στους ντόπιους και ξένους καλοθελητές που με μοχθηρία ψιθυρίζουν ότι «στην Ελλάδα όλοι τα παίρνουν»; Μήπως η άνθηση και η πρόοδος αυτών των επιμέρους οργανισμών θα είχε αντίκτυπο και στη λειτουργία του μεγάλου Οργανισμού, της Ελληνικής Κοινωνίας;
Πολύ πιθανόν ναι. Αλλά αυτό προϋποθέτει, όχι αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά της «καθεστηκυίας» λογικής μας: «Τι παραπάνω μπορεί να κάνει ένας πνευματικός άνθρωπος, παρά να μιλάει και να γράφει», διερωτήθηκε ένας σύγχρονος στοχαστής. Απλούστατα, να παράγει «ποιήματα». Αλλά αυτά να είναι αποτελέσματα όχι μόνον του «λέγειν» αλλά και του «ποιείν»."
Ανδρεας Κ. Ντεληθεος - Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Και ρωτάω εγώ, για να συνεχίσουμε την συζήτηση:
- Πώς θα επέλθει το πολυπόθητο ποιείν; Πώς ο άπραγος θα κάνει κίνηση; Ωραίο και εύκολο θεωρητικά, αλλά πώς πραγματώνεται κοινωνικά; Πώς θα κλείσουμε αυτήν την έρημη τηλεόραση (είναι ένα μόνο κουμπί ξέρετε, αλλά κανείς δεν το πατά το γαμημένο...) για να βγούμε μια βόλτα στη βροχή και στο κρύο; Μην ξεχνάμε, ο άνθρωπος, φυγόπονο όν...
Τις προάλλες, σκεφτόμουν, μετά από μια πολύ σύντομη ιστορική ανασκόπηση της πορείας του ανθρώπου, ότι σχεδόν πάντα ίσχυε το ίδιο μοτίβο: γύρω στο 95% του πληθυσμού αποτελούσε τη μάζα, τον όχλο, που στην ουσία ανήκε σε αυτούς που δεν ποιούσαν τίποτα, παρά μόνο κουράδες και εμπόδια, και το υπόλοιπο 5% αποτελούσε τους γραφικούς εκείνους τύπους που ήταν οι δακτυολοδεικτούμενοι, τα μαύρα πρόβατα, αυτοί που ποιούσαν πραγματικά ποιήματα και αυτοί που ενέπνεαν άλλους να συνθέσουν ποιήματα ("...οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά..."). Το ερώτημα πάντως παραμένει: πώς θα αυξήσει τα ποσοστά του αυτό το 5%;
Αν θέλετε την απάντησή μου: είναι καθαρά θέμα συγκυριών και τύχης, και τίποτε άλλο! Το αν οι μικρές φωτίτσες που διάσπαρτα σιγοκαίνε στην κοινωνία εδώ και εκεί, γίνουν μεγάλη φωτιά-πυρκαγιά που θα καθαρίσει όλα τα ξερόχορτα, εξαρτάται καθαρά από συγκυρίες. Να απαριθμήσω μερικές;
- η προσωπική φιλοσοφική θεώρηση του καθενός, που σχετίζεται με την παιδεία του καθενός, που με τη σειρά της σχετίζεται με την εκπαίδευση του ατόμου, που με τη σειρά της σχετίζεται με τους καθηγητές που έτυχε να έχει αυτό το άτομο, με τα βιβλία που έτυχε να διαβάσει, με τις εμπειρίες που έτυχε να βιώσει, με το οικογενεικό περιβάλλον που έτυχε να τον περιφρουρήσει, με τα γονίδια που έτυχε να φέρει...
- η προσωπική φιλοσοφική θεώρηση του γείτονα του καθενός, που σχετίζεται... κλπ κλπ
- η προσωπική φιλοσοφική θεώρηση του προϊστάμενου του καθενός, που σχετίζεται... κλπ κλπ
- η προσωπική θεώρηση τελικά του καθενός από εμάς που ζούμε τώρα στον πλανήτη, που ζήσαν μέχρι τώρα στον πλανήτη και που θα θελήσουν να ζήσουν αύριο στον πλανήτη. Κοινώς... χάος, αυτά τα κοινωνικά δίκτυα, αγαπητοί μου! Και κανείς δεν ξέρει τη δυναμική τους.
Και αν κρίνω από την αναλογία 95%-5% των κοινωνικών συμπεριφορών, δεν δυσκολεύομαι να πώ ότι μάλλον περίπου η ίδια αναλογία θα ισχύει και στη γονιδιακή μας δεξαμενή... Δεν ξέρω πόσα χρόνια χρειάζονται να περάσουν εξελικτικά για να αλλάξουμε κοινωνική συμπεριφορά και αν αυτό τελικά επιτευχθεί, αλλά μέχρι τότε, ο άνθρωπος, αυτό το κοινωνικό ζώο, θα κρύβεται πίσω από τη μάζα και τον όχλο και αυτός που θα παραστρατεί, δεν θα βαφτίζεται ως καλός στρατιώτης (ευ-στράτιος), κύριε Ντεληθέο, αλλά ως το μαύρο πρόβατο που είναι εκτός ομάδος. Και ξέρετε, είναι πολύ σκληρό να είσαι εκτός ομάδος, είναι μια εξορία... Ο Αριστοτέλης το έχει περιγράψει καταπληκτικά αυτό στο κάτωθι ρητό του:
"...και εκείνος που δεν μπορεί να είναι μέλος μιας κοινωνίας ή λόγω της αυτάρκειάς του δεν τη χρειάζεται την κοινωνία, αυτός δεν είναι μέρος της πόλης και είναι κατά συνέπεια είτε θηρίο είτε θεός..."
(Αριστοτέλης, "Πολιτικά" Α)
Ως ότου λοιπόν αναθεωρήσουμε (βασικά η τύχη, όχι εμείς...) τι ορί-ζουμε ως κοινωνία και ως πόλιν και πάνω σε τι βάσεις θέλουμε να ζούμε, θα ταλανιζόμαστε μεταξύ ευχολογίων και αντιρρήσεων, συγκρούσεων και παρανομιών, νομοθετημάτων και εγκλημάτων, εξοριών και καταδικάσεων των μαύρων προβάτων της λευκής μας χαριτωμένης ζωούλας...
Μέχρι την ανατροπή μέσα μας λοιπόν, ας αρκεστούμε στην ποιητική καταγραφή και κατανόηση αυτού του χαώδους ταλανίσματος μέσα στα κοινωνικά δίχτυα...
"Το δίχτυ"
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Σωτηρία Λεονάρδου
Μέχρι την ανατροπή μέσα μας λοιπόν, ας αρκεστούμε στην ποιητική καταγραφή και κατανόηση αυτού του χαώδους ταλανίσματος μέσα στα κοινωνικά δίχτυα...
"Το δίχτυ"
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Σωτηρία Λεονάρδου
11 σχόλια:
Χαίρομαι που κάποιες σκέψεις γίνονται αφορμή για διάλογο και αμφισβήτηση.
Στην αυθεντία του Αριστοτέλη που παραθέτεις (που αμφισβητήθηκε εδώ και κάτι αιώνες και δεν περιμένει να αμφισβητηθεί από εμάς) θα μπορούσε να αντιπαραθέσει κανείς πολλά, μεταξύ των οποίων ένα απλό λεχθέν (δεν ξέρω από ποιόν, εσύ μπορείς να το βρείς) που λέει: «αρκεί είς άνθρωπος, ζήλω πεπυρωμένος, ολόκληρον διορθώσασθαι δήμον». Τέτοιοι άνθρωποι ευτυχώς υπάρχουν και δεν είναι δημιουργήματα της φαντασίας ή οποιασδήποτε «φιλοσοφίας». Προσωπικά συνάντησα αρκετούς και προσπαθώ, όσο πιο πολύ – ελάχιστα ίσως – να τους μιμηθώ.
Όσο για την παντοδυναμία της τύχης, της οποίας κατά την άποψή σου είμαστε έρμαια, ευνουχίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον άνθρωπο από κάθε δύναμη θελήσεως, καθώς και το φόβο να μην θεωρηθεί (από ποιους;) ο Ευ-στράτιος ( ο καλός στρατιώτης και σωστός άνθρωπος) «μαύρο» πρόβατο, αυτά δεν μου θυμίζουν τίποτα από τον παλιό Στράτο (τον αγωνιστή, τον επαναστάτη, τον ασυμβίβαστο) που κάποτε γνώρισα και, ευτυχώς για μένα, δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη γι’ αυτόν.
Ανδρέας Ντεληθέος
Αγαπητέ κύριε Ντεληθέο,
κατ'αρχήν να ευχαριστήσω που περνάτε από αυτή τη διαδικτυακή γωνιά, όπως να ευχαριστήσω και για την "τροφή για συζήτηση" που μας δίνεται με τα άρθρα σας.
Στο ζουμί τώρα! Δεν είπα οτι δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που αρκούν "να διορθώσουν ολόκληρους δήμους", είπα ότι είναι λίγοι και οι δράσεις τους, περιορίζονται σε λίγους δήμους. Αυτοί ανήκουν και συγκροτούν το 5% που ανέφερα. Το θέμα είναι ότι η εμβέλεια της δράσης τους δεν είναι πανελλαδική ή ακόμα και παγκόσμια αν θέλετε, οπότε τα ευεργετικά αποτελέσματα από τη δράση τους, είναι κοινωνικές φωτίτσες που σβήνουν, συνήθως όταν σβήσουν και οι ίδιοι.
Το ερώτημα λοιπόν που έθεσα ως αντίλογο στο άρθρο σας, αναδιατυπώνεται: Πώς μπορούν τέτοιοι άνθρωποι να γίνουν περισσότεροι και να πείσουν περισσότερους;
Και αναδιατυπώνω την απάντησή μου: δεν γίνεται. Αυτοί οι άνθρωποι γεννιούνται και σμιλεύονται μέσα από την καθαρή τύχη που έρχεται να κατακαθίσει στα ευνοϊκά για ευεργετήματα, γονίδια που φέρουν. Είναι σαν να λέμε "ήταν που ήταν στραβό το κλίμα, το έφαγε και ο γάιδαρος και απόγινε..." μόνο από την ανάποδή του εκδοχή!
Κάτι ακόμα: ο παλιός Στράτος, δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό και παραμένει ίδιος. Μόνο που σήμερα συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που τα γονίδιά του και η τύχη του μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει ως "Στράτο", οπότε του μένει μόνο να απολαμβάνει την ευ-στρατοσύνη του και να την προασπίζεται ως κάτι καθαρά δικό του χαρακτηριστικό, γέννημα της χαώδους τύχης. Και αν μερικοί αδυνατούν (λόγω γονιδίων και τύχης) να βγουν έξω από την κοινωνία των έρμαιων, κάποιοι άλλοι αδυνατούν (πάλι για τον ίδιο λόγο, μόνο με αντίθετη κατεύθυνση παραγωγής αποτελέσματος με πριν) να μπουν σε αυτό που ονομάζεται κοινωνία. Με άλλα λόγια σου αναλύω γιατί ο Αριστοτέλης έλεγε μπαρούφες όταν έγραφε το "...και εκείνος που δεν μπορεί να είναι μέλος μιας κοινωνίας..." στο ρητό του, διότε δεν συμπεριλαμβάνει την πιθανότητα αυτή η κοινωνία να είναι λάθος και να μην ταιριάζει στη ζωή "εκείνου"!
Οπότε το 5% είναι προγραμματισμένο να αντιτίθεται στο 95%, χωρίς βέβαια τα ποσοστά να μην αλλάζουν, διότι όπως είπαμε, τύχη είναι αυτή, δεν ξέρεις, τι φτιάχνει!! Εδώ από το τίποτα έφτιαξε τον άνθρωπο...
Τα σέβη μου!
Αγαπητέ Στράτο,
Την κουβέντα μας πολύ θα βοηθήσει αν θυμηθούμε για λίγο εκείνον τον έρμο τον Σακχαρομύκητα , με τον οποίο σαν μικρά παιδιά παίζαμε, τσιγκλίζοντάς τον κάποτε για αρκετούς μήνες. Θυμάσαι που τη μια μέρα βάζαμε μια «κρικιά» (κάποιες χιλιαδούλες νοματαίους – κύτταρα) και την άλλη μέρα θόλωνε το «σύμπαν», υπολογίζοντας ότι οι νοματαίοι γίνανε κάποια δισεκατομμύρια;
Αν δεν μας λέει τίποτα αυτό τότε δεν μπορεί να μας πει τίποτα και μια φωνή απ’ το παρελθόν (κάπου 2000 χρόνια πριν) που διατύπωσε αυτή την επιστημονική αλήθεια με απλά λόγια, κατανοητά και από τους ψαράδες: «Ολίγη ζύμη όλο το φύραμα ζυμοί». Αρκεί να μην μένουμε στη μίζερη και απαισιόδοξη στατιστική μας του 5% ή του 95%. Και να μην κολλάμε σ’ αυτή τη ρημάδα την «Τύχη», γιατί ότι και να μου πεις, ό,τι και να μου κατεβάσεις θα είναι πολύ δύσκολο να με πείσεις ότι αυτή η προσωπικότητα που λέγεται Στράτος είναι αποκλειστικό δημιούργημα αυτής της τυφλής Θεάς και ότι ο Στράτος δεν έχει καμιά συμμετοχή σε ό,τι καλό και ωραίο κοσμεί αυτό το «Πρόσωπο».
Χώρια που μας κάνεις την καρδιά περιβόλι όταν μας βεβαιώνεις ότι κάποιοι άνθρωποι «είναι κοινωνικές φωτίτσες που σβήνουν, συνήθως όταν σβήσουν και οι ίδιοι». Γιατί από αυτές τις φωτίτσες να μην πάρουν φωτιά και άλλες εστίες που διαθέτουν πολύ μεγαλύτερο «θερμικό δυναμικό»; Και την απάντηση στο ερώτημα «Πώς μπορούν τέτοιοι άνθρωποι να γίνουν περισσότεροι και να πείσουν περισσότερους;» καλούνται να τη δώσουν οι ερωτώντες και όχι οι ερωτώμενοι. Γιατί δεν φαντάζομαι να περιμένεις αυτοί οι λίγοι άνθρωποι του 5% να χρησιμοποιήσουν βία για να γίνουν 95%. Όποιος νομίζει ότι κάτι αξίζει το 5% καλείται «εν ελευθερία» να κλείσει το τηλεκοντρολ του και να σηκωθεί από τον καναπέ του. Και ας μην τα περιμένει όλα από τους άλλους ή από την τύχη.
Υγίαινε,
Ανδρέας Ντεληθέος
Θυμάμαι και τον Σακχαρομύκητα και όλα... Αυτό είναι το καλό ή κακό με μένα, ότι δεν μπορώ να ξεχάσω και έτσι να χαλαρώσει λίγο ο νους.
Τι έχει όμως αλλάξει αγαπητέ κύριε Ντεληθέο εδώ και 2000 χρόνια που ειπώθηκε αυτή η ρύση; Έχει επέλθει κάποια αλλαγή; Άρα για ποιά ζύμη και ποιά ζύμωση μιλάμε; Πότε θα επέλθει και κυρίως ΠΩΣ;
Και αν ρωτάω είναι γιατί έχω στερέψει από ιδέες... Το να γυρίζει η ερώτηση σε αυτόν που ερωτά, δεν νομίζω ότι καταλήγουμε κάπου γόνιμα. Ρωτάμε εμείς οι νέοι τους πιο μεγάλους (με το συμπάθειο) για να μας πουν κάτι που ίσως δεν ξέρουμε, για να μας πουν κάτι που μέχρι τώρα η τύχη (ναι, επιμένω) δεν μας έχει παρουσιάσει. Μέχρι τώρα όμως ό,τι μου λέτε είναι γνωστό και απλώς ευχολόγιο. Δεν λέω, ωραίο, αλλά παραμένει ευχολόγιο. Εγώ ρωτάω για λύσεις. Ή για να του δώσω μια ιατρίστικη επένδυση, ζητάω να βρω κοινωνικά φάρμακα και τον τρόπο δράσης τους, φαρμακοκινητική και φαρμακοδυναμική που λέγαμε κάποτε... Τον μηχανισμό δράσης, με άλλα λόγια! Αυτός δεν είναι ο σκοπός ενός ερευνητή άλλωστε;
Καλή σας μέρα,
εύχομαι να σας βρίσκει αυτό το σχόλιο δίπλα στο τζάκι σας, μακρυά από κρύα και παγωνιές!
Αγαπητέ Στράτο,
Νομίζω πως η κουβέντα μας έφτασε στο πιο καίριο και ζωτικό σημείο της. Τώρα αρχίζω να συνειδητοποιώ την ουσία των ερωτημάτων σου. Γι’ αυτό θα σε παρακαλέσω να μου δώσεις λίγο χρόνο, όχι για να καθίσω να διαβάσω για να σου απαντήσω, αλλά για να μπορέσω να οργανώσω και να δομήσω την απαντητική μου πρόταση όσο το δυνατόν πιο κοντά στη νοοτροπία, στη γλώσσα και στις προσλαμβάνουσες τις νιότης (που, φευ, είναι παρασάγγας μακριά) για να μπορέσω να γίνω όσο γίνεται πιο κατανοητός.
Υπομονή λοιπόν.
Α.Κ.Ν.
Έχοντας κόψει από το χρόνο του ύπνου μου και του φαγητού εδώ και πολύ καιρό, περισσεύει μπόλικος χρόνος για να περιμένω την απάντηση από έναν δάσκαλο!
Αγαπητέ Στράτο,
Θα μου επιτρέψεις να απαντήσω με τη σειρά σε κάθε πρόταση του τελευταίου σου σχολίου, έτσι ώστε να μην παραμένουν κενά στη συζήτησή μας.
1. Θυμάμαι και τον Σακχαρομύκητα και όλα... Αυτό είναι το καλό ή κακό με μένα, ότι δεν μπορώ να ξεχάσω και έτσι να χαλαρώσει λίγο ο νους.
1. Εδώ προσπαθώ να καταλάβω γιατί η αναπόληση του γλυκύτατου Σακχαρομύκητα μπορεί να αποτελεί αφορμή ταραχής ή νευρικότητας. Για μένα η σκέψη αυτής της απλής αλλά τόσο φιλικής για τον άνθρωπο βιολογικής οντότητας, είναι ξεκούραση, χαλάρωση, για να μην πω και κάποιου είδους αίσθημα ευγνωμοσύνης. Γιατί εκτός από το ψωμί και το κρασί που μας δίνει, έχει προσφέρει στην βιολογική έρευνα ένα πολύτιμο πρότυπο μελέτης του γενετικού μηχανισμού διαιρέσεως του κυττάρου που χάρισε στους ερευνητές που το μελέτησαν το βραβείο Nobel Ιατρικής το 2001.
2. Τι έχει όμως αλλάξει εδώ και 2000 χρόνια που ειπώθηκε αυτή η ρήση; [Αναφέρεσαι στο «μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί»]. Έχει επέλθει κάποια αλλαγή; Άρα για ποιά ζύμη και ποιά ζύμωση μιλάμε; Πότε θα επέλθει και κυρίως ΠΩΣ;
2. Πιστεύω πως η ζύμη που μπήκε «επίσημα» στη ζωή των ανθρώπων (γιατί και μέχρι τότε υπήρχε όπως και σήμερα υπάρχει υποσυνείδητα και κεκαλυμμένα), είναι η αγάπη. Έ, και; Θα μου πεις. Επήλθε καμιά αλλαγή; Υπονοώντας προφανώς ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Εδώ ασφαλώς δεν υπάρχει απάντηση άλλη από το «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».
Προσωπικά πιστεύω ότι παρόλα τα εγκλήματα που έγιναν στο όνομα της αγάπης κάτι στο τέλος έμεινε όλα αυτά τα χρόνια, που γλύκανε τις καρδιές των βασανισμένων ανθρώπων. Φυσικά το αποτέλεσμα δεν ήταν τόσο μεγάλο και τόσο εντυπωσιακό, όσο θα το περίμενε μια ανυπόμονη και ανυπότακτη νεανική καρδιά.
Αν το αντιλήφθηκα σωστά, η αγάπη δεν ήρθε να εξαλείψει τη φτώχεια, την πείνα και τη δυστυχία από τούτον τον κόσμο αλλά για να δώσει, με την αθόρυβη και γλυκειά παρουσία της, νόημα στη προσωρινή και φευγαλέα ζωή των ταπεινών και βασανισμένων ανθρώπων. Και μαζί και μια ελπίδα για κάτι καλύτερο. Προσοχή: ελπίδα, με ότι αυτή σημαίνει. Γιατί μερικοί, πάνω στη θέρμη και τον ενθουσιασμό τους μιλούν για ελπίδα και εννοούν βεβαιότητα.
Έχω επίγνωση ότι αυτά που λέω ηχούν εξωπραγματικά και εξωγήινα στα συντριπτικώς περισσότερα ανθρώπινα ώτα, αλλά είναι σίγουρο ότι είναι ακουστά και εύληπτα από κάποια άλλα που δεν ανήκουν απαραίτητα σε φανατικούς ή αλαφροΐσκιωτους. Βέβαια αυτό δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη νιότη, που τα θέλει όλα και τα θέλει τώρα. Δεν συνειδητοποιεί όμως ότι δεν θα είναι μονίμως κατήγορος αλλά σύντομα θα έλθει η ώρα («και νυν εστι») που θα της ζητήσουν και εκείνης να απολογηθεί για το τι έκανε και το τι δεν έκανε.
Για να μην θεωρηθεί όμως ότι υπεκφεύγω και δεν απαντώ ευθέως στην ερώτησή σου για το αν έχει επέλθει καμιά αλλαγή, έχω να σου παραθέσω την εντύπωσή μου, που φυσικά δεν έχει την απαίτηση επιστημονικής αποδείξεως: Πιστεύω λοιπόν ότι τον τελευταίο έτος αυξήθηκε στη Μυτιλήνη το «δυναμικό» της αγάπης («ανεπαισθήτως», αλλά εγώ το διαισθάνομαι) και αυτό οφείλεται στην παρουσία ενός Προσώπου, που χωρίς να το θέλει και χωρίς να το επιδιώκει «εκπέμπει» γύρω του αυτήν την ατμόσφαιρα της αγάπης.
(Συνεχίζεται}
(Συνέχεια από προηγούμενο)
3. Και αν ρωτάω είναι γιατί έχω στερέψει από ιδέες... Το να γυρίζει η ερώτηση σε αυτόν που ερωτά, δεν νομίζω ότι καταλήγουμε κάπου γόνιμα. Ρωτάμε εμείς οι νέοι τους πιο μεγάλους (με το συμπάθειο) για να μας πουν κάτι που ίσως δεν ξέρουμε, για να μας πουν κάτι που μέχρι τώρα η τύχη (ναι, επιμένω) δεν μας έχει παρουσιάσει.
3. Το ότι έχεις στερέψει από ιδέες κομμάτι δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Μια ματιά στο ιστολόγιό σου περί άλλων μας βεβαιώνει. Το να μην γυρίζει όμως η ερώτηση σε αυτόν που ερωτά, μην προσπαθείς να το επιβάλεις, επειδή δεν σε συμφέρει. Και οι κρίνοντες κρίνονται και οι ερωτώντες ερωτώνται. Κανένας δεν είναι στο απυρόβλητο είτε γιατί είναι νέος, είτε γιατί δεν του αρέσουν οι ευθύνες.
4. Μέχρι τώρα όμως ό,τι μου λέτε είναι γνωστό και απλώς ευχολόγιο. Δεν λέω, ωραίο, αλλά παραμένει ευχολόγιο. Εγώ ρωτάω για λύσεις. Ή για να του δώσω μια ιατρίστικη επένδυση, ζητάω να βρω κοινωνικά φάρμακα και τον τρόπο δράσης τους, φαρμακοκινητική και φαρμακοδυναμική που λέγαμε κάποτε... Τον μηχανισμό δράσης, με άλλα λόγια! Αυτός δεν είναι ο σκοπός ενός ερευνητή άλλωστε;
4. Σαφώς και ό,τι λέω είναι απλώς ευχολόγιο. Τι ήθελες να είναι; Στρατιωτικά παραγγέλματα, αμέσως και αναντιρρήτως εκτελεστά; Εκτός αν υπονοείς ότι είναι ευχές που απευθύνονται στους άλλους και απαλλάσσουν της ευθύνης αυτόν που τις διατυπώνει. Εδώ, αν πράγματι αυτό συμβαίνει, έχω πρόβλημα σαφηνείας διατυπώσεως της απόψεώς μου. Γιατί όλο το γράμμα είχε ένα και μοναδικό σκοπό: Να τονίσει εμφαντικά το χάσμα μεταξύ «λέγειν» και «ποιείν». Αν κατάφερε το αντίθετο, η ευθύνη αποκλειστικά δική μου.
Εσύ επιμένεις να ρωτάς για λύσεις. Και από ό,τι καταλαβαίνω θέλεις έτοιμες και εύκολες λύσεις. Οι οποίες όμως , λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω - αν και το ξέρεις πολύ καλά - δεν υπάρχουν. Αν υπήρχαν φαντάζεσαι ένα ολόκληρο ανθρώπινο γένος θα πάσχιζε και θα αγωνιζόταν να τις ανακαλύψει; Και από ό,τι φαίνεται κάτι ανακάλυψε εδώ και πολλά χρόνια. Κάποια από αυτές τις λύσεις – προτάσεις ζωής που διατυπώθηκαν μπορεί να ταιριάζει και σε κάθε έναν από εμάς. Αφού δεν μπορέσαμε μόνοι μας να βρούμε μια δική μας λύση δεν είναι κακό να διαλέξουμε και να εμπιστευθούμε (κοινώς πιστέψουμε – ας μην μας φοβίζει η λέξη) κάποια που να μας ταιριάζει, χωρίς φανατισμό, χωρίς να απεμπολήσουμε το δικαίωμα της ελευθερίας μας ή της αμφισβήτησης.. Μόνον ίσως θα χρειαστεί κάποιο επώδυνο στρογγύλεμα ορισμένων οξειών γωνιών του εγωισμού μας.
Θέλεις λύσεις – φάρμακα που θα τα καταπιούμε και ο κόσμος σε λίγο διάστημα, ένα – δύο, άντε 2000 χρόνια θα αλλάξει: Η φτώχεια, η πείνα, η αρρώστια, ο πόνος (γιατί όχι και ο θάνατος) θα εξαφανισθούν από το πρόσωπο της γης. Και αντί γι’ αυτά θα επικρατήσει η δικαιοσύνη, η «ισότη» που λέγανε στα χρόνια του εμφυλίου, η χαρά∙ με λίγα λόγια η ευτυχία.
Ωραίο και ευγενικό το όνειρο, πολλές γενιές μεγάλωσαν μ’ αυτό αλλά και πολλές μάτωσαν από τη βίαιη επιβολή του στο σώμα μιας κοινωνίας που έκανε το σφάλμα «να μη θέλει το καλό της» και να βάζει με πείσμα πάνω από το «ψωμί» την «ελευθερία», με τελευταία τη γενιά τη δική μας του εμφυλίου σπαραγμού.
Ωραίο το όνειρο, αν και θυμίζει λίγο το όνειρο κάποιου Μίδα, που νόμισε ότι θα βρει την ευτυχία σ’ αυτού του κόσμου τα αγαθά, αλλά παραλίγο να βρει το τέλος του.
Φαντάζεσαι έναν κόσμο που όλοι θα είναι ίσοι, ίδιοι και πανομοιότυποι, θα είναι υποχρεωμένοι να αγαπάει ο ένας τον άλλον χωρίς να το θέλουν, θα έχουν ό,τι αγαθό επιθυμήσουν με ένα απλό άγγιγμα, δεν θα υπάρχουν ανικανοποίητες επιθυμίες, βασανιστικά ερωτήματα, γλυκειές προδοσίες, ένοχες ατασθαλίες; Και όλα αυτά χωρίς τίμημα, χωρίς να δοκιμαστεί το χρυσάφι της ελευθερίας στο καμίνι της φθαρτής ζωής; Και μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει πανικός.
Με αγάπη,
Α.Κ.Ν.
Κύριε Ντεληθέο,
εξακολουθώ να πιστεύω ότι κάπου έχουμε χάσει τον ειρμό της συζήτησής μας.
Στο άρθρο σας, σαφέστατα και ξεκάθαρα εξηγείτε την τεράστια απόσταση "λέγειν" και "ποιείν".
Το ερώτημά μου, είναι ΠΩΣ γεφυρώνεται αυτό το χάσμα, ΠΩΣ το "λέγειν" γίνεται "ποιείν".
Και αν για εσάς η απάντηση σε αυτό μου το ερώτημα είναι προφανής, δηλ. η αγάπη, τότε άμεσα θέτω το επόμενο ερώτημα: Πώς αγαπάμε; Διότι, το να πούμε οτι απλώς και μόνο με την αγάπη λύνονται τα προβλήματα, τότε πραγματικά δίνουμε ευχολόγια και όχι εξηγήσεις.
Ξαναρωτώ λοιπόν: ΠΩΣ αυτά που λέμε, αυτά που λέει η εκάστοτε ηθική (και άντε να δεχτώ ως κυρίαρχη την χριστιανική ηθική), αυτά που λεν τα όνειρα και οι προσδοκίες, αυτά αν θέλετε που είπαν και μεγάλα πολιτικά και φιλοσοφικά ρεύματα, όπως ο Διαφωτισμός, γίνονται πράξη;
Ζητάω με απλά αλλά όχι απλοϊκά βήματα, συμβουλές για να δράσουμε. Ζητώ να μάθω πώς γίνεται το 80% των Ελλήνων να πάψουν να ψηφίζουν τα δυο μεγάλα κόμματα, και το 95% -κατά την άποψή μου πάντα- να πάψουν να είναι τρόμπες;
Και αν και εδώ μου απαντήσετε με την αγάπη, να ξαναρωτήσω, ΠΩΣ γίνεται να εμφυσηθεί αυτή η έρημη η αγάπη σε εμένα, στον γείτονα, στον άγνωστο που δεν με ξέρει και δεν τον ξέρω... Πώς θα μάθει ο κόσμος να αγαπα. Και μην μου πείτε με την διδασκαλία του Χριστού, διότι θα σας ρωτήσω, γιατί μετά από τόσα χρόνια αυτή η διδασκαλία δεν έχει πιάσει; Γιατί δεν βλέπουμε αγάπη να μας λούζει τριγύρω μας;
Τα σέβη μου.
Αγαπητέ Στράτο,
Αν έριχνες ξανά μια ματιά στο κείμενό μου, που είχες την καλωσύνη και του έκανες την τιμή να το αναδημοσιεύσεις στο blog σου, θα έβλεπες ότι πουθενά δεν αναφέρεται η λέξη αγάπη, ασχέτως αν προέκυψε στη επακολουθήσασα συζήτηση. Αντίθετα ανέφερα πολύ πρακτικά πράγματα, που νομίζω ότι δεν τα πρόσεξες και τα παρέβλεψες, και παρέθεσα και ένα παράδειγμα (του Αντώνη Σαμαράκη) που δεν αμφισβητείται από κανέναν, για να δείξω (όχι να υποδείξω) προς πια κατεύθυνση κατά την δική μου (όχι αλάνθαστη γνώμη) μπορεί να αναζητηθεί μια διέξοδος.
Το να γίνουμε στρατιώτες, ενώ όλοι θέλουμε να γίνουμε Στρατηγοί είναι μια στάση που δεν επιβάλλεται αλλά εμπνέεται. Αν εμείς οι παλιότεροι δεν εμπνεύσαμε, η ευθύνη δική μας. Αλλά μόνο δική μας;
Η τάση και η ορμή όλων των νέων ανθρώπων να ζητούν εδώ και τώρα συνταγές και ρετσέτες για δράση και άμεση πραγμάτωση των προσδοκιών τους και των ελπίδων τους είναι απόλυτα κατανοητή, σεβαστή και αποδεκτή.
Γι’ αυτό θα μου επιτρέψεις, δίνοντας «τόπο στα νιάτα», να κλείσω αυτή τη μακρά αλλά όχι τόσο άσκοπη νομίζω, κουβέντα μας.
Α.Κ.Ν.
Αγαπητέ κύριε Ντεληθέο,
το πιο ουσιαστικό ερώτημα της συζήτησης, στην ουσία το αναδιατυπώσατε: ΠΩΣ γίνεται να εμπνευστούν οι άνθρωποι και να πράξουν τα πρακτικά πράγματα που είπατε στο άρθρο σας.
Και αν οι νέοι θέλουν εδώ και τώρα συνταγές, αλλά δεν τις έχουν, ενώ οι γηραιότεροι τις έχουν αλλά δεν μπορούν να τις εκτελέσουν, τότε τι μένει; Να τις εμπνεύσουν στους πιο μικρούς... Άρα, δεν μπορούμε να κατηγορούμε συνεχώς τις νέες γενιές για την ανάρμοστη συμπεριφορά τους. Κάποιοι τους το έδειξαν αυτό και τους γαλούχησαν έτσι. Πιάνοντας όμως το νήμα προς τα πίσω, η κάθε γενιά με αυτό το σκεπτικό ρίχνει το φταίξιμο στην προηγούμενη γενιά. Και έτσι πραγματικά είναι.
Άρα, πάλι παραμένει αναπάντητο το ερώτημα:
ΠΩΣ ΕΜΠΝΕΟΥΜΕ;
Τα σέβη μου.
Δημοσίευση σχολίου