Μπαίνει στο γραφείο του δικηγόρου Παντελή Μεγαλούλη. Είχαν ραντεβού στις 19.00 μα έφτασε λίγο νωρίτερα, οπότε περίμενε στο χώρο αναμονής. Όσο περίμενε, το μάτι του τράκαρε πάνω σε μια επιγραφή που βρισκόταν κρεμασμένη στον τοίχο:
«Υπομονή, για να αντέχεις αυτά που δεν μπορούν να αλλάξουν.
Δύναμη, για να αλλάξεις αυτά που μπορούν να αλλάξουν.
Σοφία, για να διακρίνεις αυτά που μπορούν και αυτά που δεν μπορούν να αλλάξουν»
Αμέσως, κάτι μέσα του κλώτσησε. Αντέδρασε το ίδιο του το σώμα, με το να σηκωθεί σχεδόν αντανακλαστικά από την αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα που είχε ο δικηγόρος Παντελής Μεγαλούλης για τους μικρούς ή μεγάλους πελάτες του, και αφού συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνος στο χώρο αναμονής και κανείς δεν τον πήρε χαμπάρι, ξανακάθισε. Παρά την ταραχή του, άρχισε να σκέφτεται πιο ψύχραιμα: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Αν αποδεχτείς ότι υπάρχουν πράγματα που δεν αλλάζουν, τότε έχεις παραδεχτεί την ήττα σου, τότε δεν υπάρχει λόγος να πολεμάς για τίποτα, τότε δεν χρειάζεται να προσπαθείς για κανέναν σε αυτή την παλιοζωή! Αφού ο φιλόσοφος το είπε ξεκάθαρα – τα πάντα ρει! Πώς γίνεται να υπάρχουν καταστάσεις που δεν αλλάζουν;».
Εκείνη την ώρα βγήκε ο πελάτης του Παντελή Μεγαλούλη που ήταν μαζί του κλεισμένος στο γραφείο και απεχώρησε. Από τη μισάνοιχτη πόρτα, ο δικηγόρος είδε τον ταραγμένο πελάτη και τον φώναξε να εισέλθει. Μετά από ολιγόλεπτη συζήτηση, ο δικηγόρος είπε: «Λοιπόν, όπως αρκετές φορές σας είπα από το τηλέφωνο, πρέπει να βρείτε έναν μάρτυρα. Τον βρήκατε; Και όχι φυσικά, έναν μάρτυρα που δεν θα ξέρει τι ακριβώς έγινε κατά τη φάση του τροχαίου α-τ-υ-χ-ή-μ-α-τ-ο-ς, καταλαβαίνετε τι εννοώ… σωστά; Εγώ δεν είμαι από αυτούς που φτιάχνουν ιστορίες! Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι. Πρέπει λοιπόν, να έχουμε μάρτυρα ο-π-ω-σ-δ-ή-π-ο-τ-ε».
Ο καημένος ο πελάτης αδυνατώντας να αντιληφθεί πώς γίνεται να βρει έναν μάρτυρα στην τύχη, για ένα ατύχημα που είχε γίνει πριν από 2,5 χρόνια, όταν αυτός ήταν ένα βράδυ (που ‘βρεχε, που ‘βρεχε μονότονα…) πεσμένος στο οδόστρωμα ενός ξένου τόπου χωρίς να θυμάται και πολλά, και ταυτόχρονα αυτός ο μάρτυρας να μην είναι και ψευδομάρτυρας, ώστε να μην χαλάσει και τα τόσα χρόνια του δικηγόρου στο κουρμπέτι…, απάντησε «εντάξει, τον έχω έτοιμο». «Ωραία τότε, αύριο πρωί στο δικαστικό μέγαρο», είπε ο δικηγόρος Παντελής Μεγαλούλης και έτεινε το χέρι στον καημένο πελάτη, περισσότερο δείχνοντάς του την έξοδο, παρά προτρέποντάς τον σε χειραψία… «Από τα τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, δεν θα έπρεπε αυτό το χέρι να είναι πιο ξεκάθαρο προς τα πού δείχνει;» αναρωτήθηκε ο καημένος πελάτης ο οποίος δεν αντέτεινε τίποτα απολύτως – ούτε χέρι, ούτε λόγο… στον δικηγόρο Μεγαλούλη.
Την επομένη, ο πελάτης περίμενε καρτερικά από την 9η πρωινή να φανεί ο δικηγόρος Μεγαλούλης. Κατά τις 9.30 πμ ενεμφανίσθη. «Μην ανησυχείτε αγαπητέ, όλα βαίνουν ομαλώς. Σε λίγο θα αναρτηθεί η αίθουσα και ο δικαστής που θα εκδικάσει την υπόθεσή μας. Επίσης, έμαθα ότι ο αντίδικος πελάτης δεν θα εμφανιστεί ο ίδιος, παρά μόνο η δικηγόρος του. Αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα πιο εύκολα, καθώς θα καταδικαστεί ερήμην του». Κατά τις 10.30 πμ τοιχοκολλήθηκαν οι υποθέσεις με πρώτη στη σειρά εκδίκασης, του πελάτη του δικηγόρου Μεγαλούλη. «Ευτυχώς, θα τελειώσουμε γρήγορα», σκέφτηκε ο καημένος ο πελάτης καθώς έμπαινε στην δικαστική αίθουσα. Εκεί, δεν ήξερε που να καθίσει… Μπροστά ακριβώς από το εδώλιο; Μα δεν ήταν κατηγορούμενος. Πίσω στο ακροατήριο; Μα εκδικαζόταν η υπόθεσή του και ήταν το θύμα ενός τροχαίου, τι δουλειά έχει στο ακροατήριο; Κανείς πάντως δεν του είπε τίποτα, οπότε με πρωτοβουλία του, κάθισε στην πρώτη σειρά των καθισμάτων του ακροατηρίου, αμήχανος, γιατί δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει ή να πει… Ανέμενε μόνο.
Η δικαστής -μια το πολύ 25-26 ετών κοπέλα, μάλλον ήταν καινούργια στο… κουρμπέτι- κήρυξε την έναρξη της δίκης, και αμέσως το λόγο έλαβε ο δικηγόρος Μεγαλούλης ο οποίος κάλεσε τον μάρτυρα που είχε τελικά βρεθεί, να καταθέσει. Στις πολύ απλές ερωτήσεις, ο μάρτυρας έλεγε κάποια πράγματα που είχε προβάρει μαζί με τον δικηγόρο, λίγο πριν μπουν στην αίθουσα. Ο μάρτυρας, φάνηκε ότι μάλλον… μαρτύρησε μέχρι να καταθέσει, καθότι ο άνθρωπος δεν ήταν επαγγελματίας μάρτυρας, αλλά ήθελε απλά να βοηθήσει τόσο τον καημένο πελάτη, όσο και τα τόσα χρόνια στο κουρμπέτι του δικηγόρου Μεγαλούλη… Αφού, στην ερώτηση «σε ποιο σημείο το σώματος τραυματίστηκε το θύμα», ο μάρτυρας προς στιγμήν βραχυκύκλωσε και δεν ήξερε τη σωστή απάντηση…
Η όλη διαδικασία φαινόταν στον πελάτη, σαν το τσίρκο Medrano, καθώς όλα όσα ακούγονταν απείχαν σημαντικά από τα γεγονότα που πραγματικά συνέβησαν, όπως επίσης και από αυτά που ο ίδιος ο πελάτης ήθελε να πει όταν -έτσι πίστευε- θα του δινόταν ο λόγος, καθότι είπαμε: εκδικαζόταν η δική του υπόθεση… Ανέμενε, όμως, μέχρι τότε. Για μια στιγμή, κατά τη διάρκεια της αναμονής του, γύρισε στο ακροατήριο, και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανείς άλλος… πλην του εαυτού του! Και κάπου εκεί ταράχτηκε, όσο λίγες φορές στη ζωή του, γιατί συνειδητοποίησε ότι ενώ δικάζεται η υπόθεσή του, το μόνο που έκανε ήταν να ακούει τις ανακρίβειες που λέγονταν από ένα άτομο -τον μάρτυρα- που δεν ήταν καν μπροστά στο συμβάν 2,5 χρόνια πριν και από ένα άλλο άτομο -τον δικηγόρο Μεγαλούλη- ο οποίος μπορεί να είχε τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχε ιδέα για τις πραγματικές συνθήκες του ατυχήματος. Και μάλιστα όλα αυτά τα διαπίστωνε από τη θέση του… ακροατηρίου, κοινώς του παρατηρητή! Τότε, ακριβώς, ήταν σειρά του να βραχυκυκλώσει, καθώς δεν κατάλαβε τελικά, ποιος είναι εκείνος που δικάζεται ερήμην… αυτός ή ο αντίδικός του;!
Λίγα λεπτά μετά, η δικηγόρος της αντίδικης πλευράς έκανε μια τυπική ερώτηση στον μάρτυρα, εκείνος κάτι ψέλλισε, και η υπόθεση έληξε. Ο πελάτης βγήκε έξω, σαν να έφευγε από μια κινηματογραφική αίθουσα Odeon, έχοντας πεισθεί όμως ότι μάλλον επρόκειτο για θεατρική αίθουσα Όρνεων… Με το κεφάλι κατεβασμένο πέρασε την πόρτα της δικαστικής αίθουσας, όταν άκουσε τη φωνή του δικηγόρου Μεγαλούλη να λέει: «Τέλος καλό, όλα καλά αγαπητέ μου» και του έτεινε το χέρι, περισσότερο δείχνοντάς του την έξοδο του δικαστηρίου, παρά προτρέποντάς τον σε χειραψία…
Ο καημένος ο πελάτης έκανε -με δυσκολία ομολογουμένως- έναν μορφασμό ευχαριστίας στο δικηγόρο Μεγαλούλη και στράφηκε προς το ασανσέρ. Το μυαλό του το βασάνιζε εκείνη η επιγραφή στον τοίχο του γραφείου του δικηγόρου Μεγαλούλη:
«Υπομονή, για να αντέχεις αυτά που δεν μπορούν να αλλάξουν.
Δύναμη, για να αλλάξεις αυτά που μπορούν να αλλάξουν.
Σοφία, για να διακρίνεις αυτά που μπορούν και αυτά που δεν μπορούν να αλλάξουν».
Αναρωτιόταν: είναι Σοφία το να μπορείς να διακρίνεις τι αλλάζει και τι όχι σε αυτή τη ζωή, τελικά, ή είναι Σκληρία η διαπίστωσις και η αποδοχή ότι τελικά ελάχιστα πράγματα ορίζουμε πάνω στον εαυτό μας και στην καθημερινή μας δραστηριότητα;
Με αυτές τις σκέψεις, ο καημένος πελάτης, δεν ήξερε αν έφευγε νικητής ή ηττημένος από εκείνο το δικαστικό μέγαρο… όπως δεν ήξερε και αν τελικά γύρω του τα πάντα ρεί, ή τα πάντα παραληρεί…
Και στο μυαλό του ενεμφανίσθη εκείνο το τραγουδάκι που έλεγε ότι η ζήση δεν γυρνάει ρει-play ;;
"Να 'μαστε πάλι εδώ Ανδρέα"
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Ανδρέας Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Μ.Ρασούλης & Α.Μικρούτσικος
Τελικά, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να αλλάξει σε αυτόν τον κόσμο, Κεμάλ;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου