Επανάσταση. Μια λέξη με μπόλικο ζουμί. Άλλοτε, και κυρίως, το ζουμί αυτό ήταν αίμα ανθρώπων, άλλοτε πάλι ιδρώτας αυτών που πάσχιζαν να αλλάξουν τα κατεστημένα με ειρηνικό τρόπο και άλλοτε ήταν το απόσταγμα μιας προσπάθειας το αποτέλεσμα της οποίας κανείς δεν το έχει ακόμα βρει.
Ψηλαφώντας τη λέξη ‘επανάσταση’, ανακαλύπτω με έκπληξή μου, ότι διαχρονικά ο άνθρωπος έχει επαναστατήσει τρεις φορές στην Ιστορία του. Τρία είναι εκείνα τα στάδια και τα βήματα, το ένα αναπόφευκτο μετά το άλλο, το ένα να προδικάζει το επόμενο, που έχουν διαμορφωθεί ως σήμερα στο πέρασμα του Ανθρώπου. Αυτά τα βήματα, δεν είναι ξέχωρα από εκείνα τα βήματα αναζήτησης του σωστού δρόμου που ψάχνει διακαώς το ανθρώπινο είδος. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη ‘επανάσταση’ εμπεριέχει τη λέξη ‘ανάσταση’ (που τόσες θρησκείες υπόσχονται), και αυτή με τη σειρά της τη λέξη ‘ανάταση’, σε μια συνεχόμενη προσπάθεια (όπως η δια βίου εκ-παίδευση ένα πράμα), ο Άνθρωπος να φτάσει ψηλά. Αλήθεια, πού θέλει να φτάσει ο Άνθρωπος; Πόσο ψηλά; Και πού είναι το εκεί ‘ψηλά’; Για αυτό το ‘ψηλά’ έχει επαναστατήσει τρεις φορές.
Ας παρακολουθήσουμε βήμα-βήμα, τα τρία αυτά στάδια:
Το πρώτο στάδιο, είναι όταν ο άνθρωπος προσπάθησε να βγει από τον Σκοταδισμό, από τη Μοιρολατρία, από τη Θεολογία και τη Φαινομενολογία, όταν προσπάθησε να σπάσει το πλαίσιο του Νόμου, είτε θεοκρατικός ήταν αυτός, είτε αυτοκρατορικός, είτε ακόμα και επιστημονοκρατικός, με την έννοια όμως της επιστήμης της πρωτόγονης, δηλαδή του σαμάνου, του μάγου, του ταχυδακτυλουργού και του θαυματοποιού. Εκρήξεις κατά τόπους και περιόδους είχαμε πολλές και σημαντικές στο βάθος των αιώνων. Πιο χαρακτηριστικές που τυχαία σταχυολογώ, αυτές του Σωκράτη, που τον κατηγορούσαν ότι εισήγαγε ‘καινά δαιμόνια’ καταρρίπτοντας την υπάρχουσα θεολογία, του Αρίσταρχου του Σάμιου ο οποίος ήταν πιθανότατα ο πρώτος που μίλησε για ηλιοκεντρικό και όχι γεωκεντρικό (και άρα όχι ανθρωποκεντρικό και ούτε τελικά θεοκρατικό) πλανητικό σύστημα, του Χριστού ο οποίος είπε να αγαπάμε τον πλησίον μας ως εαυτόν και όταν μας χαστουκίζουν από το ένα μάγουλο να γυρίζουμε και να προσφέρουμε και το άλλο, συγκρουόμενος με τον τότε υπάρχοντα Νόμο των Φαρισαίων και λοιπών καθεστωτικών. Το κοινό αυτών και αρκετών άλλων προσωπικοτήτων είναι ότι ήταν αντισυστημικοί. Καλούσαν το ανθρώπινο πνεύμα να βγει από τα δεσμά της σπηλιάς τους όπως αλληγορικά έλεγε ο Πλάτωνας και να δουν με πιο καθαρά μάτια τον γνωστό κόσμο, έξω από τα τείχη που έχτιζε η εξουσία της Θεολογίας, της Νομοκρατίας, της Πολιτκής. Καλούσαν τον κόσμο να σπάσει το στενό πλαίσιο που έπνιγε και συσκότιζε το μυαλό και την αντίληψη. Αυτές οι προσπάθειες όμως ήταν μεμονωμένες και παρά το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα που πρώτο συνειδητοποίησε την κατεύθυνση της πρώτης αυτής επανάστασης, αυτή επήλθε μαζικά και συντονισμένα σαν πλημμύρα, μόνο με τον Διαφωτισμό. Ο Διαφωτισμός ήταν εκείνο το σπάσιμο των αλυσίδων που μπόρεσε να ελευθερώσει το πνεύμα από αγκυλώσεις και στεγανά, από σκοτάδια και μοιρολατρίες. Τι κατάφερε όμως ο Διαφωτισμός με την αποκαθήλωση του Θεού, με την παραβίαση του Νόμου, με το θάνατο του Βασιλιά, με την άρση του Πλαισίου; Φωτίστηκε πραγματικά το πνεύμα του Ανθρώπου; Επήλθε το επιδιωκόμενο;
«Από τη στιγμή που ο άνθρωπος υποβάλλει το Θεό σε ηθική κρίση, τον σκοτώνει μέσα του. Μα ποιο είναι τέλος πάντων το θεμέλιο της ηθικής; Αρνείται το Θεό στο όνομα της δικαιοσύνης, αλλά η ιδέα της δικαιοσύνης νοείται χωρίς την ιδέα του Θεού; Μήπως τότε βρισκόμαστε σε παραλογισμό; Πρόκειται για παραλογισμό που ο Νίτσε αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα. Για να τον ξεπεράσει καλύτερα, τον ωθεί έως τα άκρα: η ηθική είναι η τελευταία όψη του Θεού που πρέπει να καταστρέψουμε προτού ξανακτίσουμε τον κόσμο. Ο Θεός τότε δεν υπάρχει και δεν εγγυάται πια την ύπαρξή μας. Για να υπάρξει, ο άνθρωπος πρέπει να αποφασίσει να δράσει […]. Είναι αδύνατον να ζει κανείς σε μια γη χωρίς νόμο, γιατί ζω προϋποθέτει ακριβώς έναν νόμο. Πώς να ζούμε ελεύθεροι και χωρίς νόμο; Σ’ αυτό το αίνιγμα πρέπει ο άνθρωπος να απαντήσει, γιατί αλλιώς θα πεθάνει. […] Με τον βασιλιά νεκρό, τις αλυσίδες του παλιού δεσποτισμού κομμένες, ο λαός θα μπορέσει να εκφράσει αυτό που, παντού και πάντα, είναι, ήταν και θα είναι η αλήθεια. Συμβολίζει τον χρησμό που πρέπει να συμβουλευτούμε για να μάθουμε τι απαιτεί η αιώνια τάξη του κόσμου. Φωνή λαού, φύσης φωνή (vox populi, vox naturae). Αιώνιες αρχές διέπουν τη συμπεριφορά μας: η Αλήθεια, η Δικαιοσύνη και τέλος, η Λογική. Εκεί, βρίσκεται ο νέος Θεός. Το Υπέρτατο Ον, που πλήθη από νέες κοπέλες έρχονται να λατρέψουν γιορτάζοντας τη Λογική, δεν είναι παρά ο παλιός θεός, εξαϋλωμένος, αποκομμένος ξαφνικά από κάθε δεσμό του με τη γη και διωγμένος, σαν μπαλόνι, στον άδειο ουρανό των μεγάλων αρχών. […] Ο νόμος μπορεί, πράγματι, να βασιλεύει όσο είναι νόμος της συμπαντικής Λογικής. Αυτό όμως δεν συμβαίνει ποτέ και η αιτιολόγηση της ύπαρξης του χάνεται, αν ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του καλός. Αργά ή γρήγορα, η ιδεολογία συγκρούεται με την ψυχολογία. Τότε δεν υπάρχει πλέον νόμιμη εξουσία. Ο νόμος, λοιπόν, εξελίσσεται μέχρι που ταυτίζεται με τον νομοθέτη και μ’ ένα νέο ‘έτσι θέλω, γιατί αυτό μου αρέσει’. Τότε, προς τα πού να στραφεί; Χάνει τον προσανατολισμό του. Δίχως σαφήνεια, καταντά όλο και πιο αβέβαιος, μέχρι του σημείου να θεωρεί το κάθε τι έγκλημα. Ο νόμος βασιλεύει πάντα, αλλά δεν έχει πλέον καθορισμένα όρια».
Ο Άνθρωπος βγήκε από το σκοτάδι της σπηλιάς, από το Μεσαίωνα της συντριβής του νου, επαναστάτησε, αποτίναξε από πάνω του όλα τα συντρίμμια των παλιών θεών του, των παλιών δεσμών του και βγήκε στο Φως. Τι κατάφερε όμως από αυτήν την πρώτη του επανάσταση; Νομίζω η απάντηση έχει αποκρυσταλλωθεί στο διαφωτιστικό (με την έννοια της επεξήγησης και όχι την έννοια του Διαφωτισμού, διότι ακριβώς αντιτίθεται σε αυτόν) έργο του Γκαίτε «Φάουστ»:
«Το έργο ξεκινά σε μια εποχή που ο άνθρωπος βρίσκεται στο Διαφωτισμό, έχει φύγει από το Μεσαίωνα, είναι η έκρηξη της επιστήμης, της γνώσης και αυτό αντιπροσωπεύει η δυτική σκέψη. Το έργο κάνει αναγωγή στη σύγχρονη ακόρεστη μανία του ανθρώπου να κατακτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα πεδία. Πεδία γνώσης, απόλαυσης, ακόμα και ιδιοκτησίας. Ο άνθρωπος είναι ένα ον ανικανοποίητο, ο σκεπτόμενος να πούμε καλύτερα. Ο Φάουστ είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου που έχει κατακτήσει τη γνώση την ανθρώπινη και αυτή δεν του αρκεί. Θέλει να προχωρήσει παραπέρα, να κατανοήσει και να κατακτήσει κάτι ακόμα, τη γνώση τη θεϊκή , να ενωθεί με κάτι που θα του αποκαλύψει για ποιο λόγο συμβαίνουν όλα αυτά».
(απόσπασμα από συνέντευξη της Κατερίνας Ευαγγελάτου που ανεβάζει σε λίγες μέρες το έργο «Φάουστ» στο θέατρο Πειραιά)
Ο άνθρωπος, πολύ ωραία επαναστάτησε και βγήκε έξω από τα δεσμά του, προς τον κόσμο το φωτεινό. Και τι έγινε τότε; Τότε, πρωτοαντίκρισε τους άλλους ανθρώπους γύρω του, σχημάτισε την έννοια της Κοινωνίας, μα παράλληλα είδε και την εικόνα του, μέσα από την εικόνα των συνανθρώπων του. Τότε ήταν που άρχισε να θέλει. Εκεί που είχε συνηθίσει απλά να υπακούει και να ακολουθεί άλλους, τώρα άρχισε να επιθυμεί και κυρίως άρχισε να επιθυμεί να τον υπακούουν και να τον ακολουθούν οι άλλοι. Κάπου εκεί λοιπόν, αρχίζει και η δεύτερη μεγάλη επανάστασή του: είναι η επανάσταση απέναντι στους ίδιους τους συνανθρώπους του και την ιδέα της Κοινωνίας.
«Πρέπει η επιθυμία της συνείδησης να απευθύνεται σε κάτι άλλο, διαφορετικό από τη φύση δίχως συνείδηση. Το μόνο πράγμα που ξεχωρίζει απ’ αυτή τη φύση είναι ακριβώς η αυτοσυνείδηση. Πρέπει, λοιπόν, η επιθυμία να στοχεύει σε μιαν άλλη επιθυμία, η αυτοσυνείδηση να ικανοποιείται με μιαν άλλη αυτοσυνείδηση. Με πιο απλά λόγια, ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος και δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως άνθρωπο όσο αρκείται να ζει σαν ζώο. Χρειάζεται να τον αναγνωρίσουν οι άλλοι άνθρωποι. Κάθε συνείδηση είναι, από την αρχή της, επιθυμία ν’ αναγνωριστεί και να χαιρετιστεί ως τέτοια από τις άλλες συνειδήσεις. Οι άλλοι μάς δημιουργούν. Μόνο στην κοινωνία αποκτούμε μιαν ανθρώπινη αξία, ανώτερη από τη ζωική αξία. […] Τότε από το Όλα ή Τίποτα, περνάμε στο Όλοι ή Κανένας. […] Ο αφέντης αυτού του κόσμου μετά την αμφισβήτηση της νομιμότητάς του, πρέπει να ανατραπεί. Ο άνθρωπος πρέπει να πάρει τη θέση του. Μια και ο Θεός και η αθανασία δεν υπάρχουν, επιτρέπεται στον καινούργιο άνθρωπο να γίνει Θεός. Μα τι σημαίνει να είσαι Θεός; Να αναγνωρίζεις ακριβώς πως όλα επιτρέπονται. Να αρνείσαι κάθε άλλο νόμο πέρα απ’ τον δικό σου. Χωρίς να χρειάζεται ν’ αναπτύξουμε τους ενδιάμεσους συλλογισμούς, διαπιστώνουμε έτσι ότι το να γίνεις Θεός σημαίνει ότι δέχεσαι το έγκλημα».
Συμπεραίνουμε λοιπόν, πως το Κοινωνικό Οικοδόμημα, άρχισε να διασπάται μετά τη δεύτερη αυτή επανάσταση. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει βέβαια και η βιοεξουσία (κατά Φουκώ) που ακριβώς ως επακόλουθο την κενή θέση εξουσίας που δημιούργησε η αποκαθήλωση του Θεού με τον Διαφωτισμό, προσπάθησε να την γεμίσει με νέα εξουσία, αυτή τη φορά όχι από τον ίδιο το Δημιουργό, αλλά από το Δημιούργημά του. Εκεί κάπου αρχίζει αυτό το Δημιούργημα να μετατρέπεται σε Τερατούργημα και μαζί και η Κοινωνία του, που άρχισε να γίνεται Κοινωνία Αποσύνθεσης και όχι Σύνθεσης, καθώς έκαστο μέλος της άρχισε να προβάλει τον Εαυτό του πάνω απ’ όλα και σαν αόρατος ακροβάτης να κάνει το νούμερό του μπροστά σε ένα ολοκαίνουργιο τσίρκο Και εδώ, αρχίζει ο μεγάλος παραλογισμός…
Η συνέχεια δεν αργεί να φανεί και τα γεγονότα εξελίσσονται με ραγδαίους ρυθμούς τα τελευταία 200 και ειδικά τα τελευταία 100 χρόνια. Ο άνθρωπος μπερδεμένος στο ποιος είναι ποιος και έχοντας χάσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούσε, τώρα μπροστά στο απέραντο και αχανές της νέας του πραγματικότητας ‘αντιλοΐζει’:
«Ο συλλογισμός συνεχίζεται έτσι με τον ίδιο τρόπο. Φωνάζω ότι δεν πιστεύω σε τίποτα και ότι όλα είναι παράλογα, μα δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την κραυγή μου και πρέπει να πιστέψω τουλάχιστον στη διαμαρτυρία μου. Η πρώτη και μοναδική ολοφάνερη αλήθεια που δίνεται έτσι, εντός της παράλογης εμπειρίας, είναι η εξέγερση. Στερημένος από κάθε γνώση, εξαναγκασμένος να σκοτώνω ή να συναινώ στο φόνο, δεν έχω παρά μόνο τούτη την απτή αλήθεια, η οποία ενισχύεται ακόμη περισσότερη από την απόγνωση που με παιδεύει. Η εξέγερση γεννιέται από το θέαμα της παραφροσύνης…».
Η θεματική αυτή έχει ξεδιπλωθεί τόσο παραστατικά στην παράσταση «Επικήδειος» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (εξαιρετικός μονόλογος), καθώς και στο απαράμιλλης έντασης τραγούδι των Χαΐνηδων «Ο Ακροβάτης», που ουσιαστικά και τα δυο αυτά έργα αναφωνούν «για δέστε και μένα, άλλο δεν βαστώ!». Ο Άνθρωπος καθαίρεσε τον Θεό του, έγινε ο ίδιος Θεός, μα και πάλι ησυχία δεν βρήκε. Η Τρίτη επανάσταση λοιπόν έγινε -και γίνεται μέχρι τις μέρες μας- διότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι δεν αρκεί απλώς να μπεις σε περίοπτη θέση για να γίνεις σημαντικός και σπουδαίος, ερωτεύσιμος και περιζήτητος. Κάτι του λείπει ακόμα που τον κάνει να είναι στον αέρα, μετέωρος και να ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας... Χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι και το τραγούδι της Μαρίας Λούκα και των Χαΐνηδων χρησιμοποιούν τη λέξη «ακροβάτης» για να περιγράψουν την κατάσταση του Ανθρώπου τόσο σχετικά με τη Δεύτερη όσο και με την Τρίτη επανάστασή του. Και αυτό συμβαίνει ως αποτέλεσμα της Πρώτης επανάστασης του Ανθρώπου κατά την οποία, όπως είπαμε, έσπασε το πλαίσιο, η βάση, το πεδίο στήριξης. Ένας Άνθρωπος δίχως πλαίσιο, είναι ένας Άνθρωπος που Ακροβατεί. Να γιατί λοιπόν, η λέξη Ακροβάτης συμπυκνώνει σήμερα τόση ένταση και τόσο νόημα, τόση έκφραση και τόσο καημό.
«Ο σκλάβος ξεκινά απαιτώντας δικαιοσύνη και καταλήγει ζητώντας τη βασιλεία. Θέλει να εξουσιάσει και αυτός με τη σειρά του. Η ανταρσία ενάντια στην ανθρώπινη μοίρα οργανώνεται σε μια μεγάλη εκστρατεία κατά του ουρανού, για την αιχμαλωσία ενός βασιλιά που θα τον εκθρονίσουν προτού καταδικάσουν σε θάνατο. Η ανθρώπινη ανταρσία καταλήγει σε μεταφυσική επανάσταση. Πορεύεται από το φαίνεσθαι στο πράττειν, από τον δανδή στον επαναστάτη. Όταν ο θρόνος του Θεού γκρεμιστεί, ο επαναστάτης θα αναγνωρίσει ότι τούτη τη δικαιοσύνη, τούτη την τάξη, τούτη την ενότητα που μάταια έψαχνε στην υπόστασή του, έχει τώρα τη δυνατότητα να τις δημιουργήσει με τα ίδια του τα χέρια και να δικαιολογήσει συνεπώς την καθαίρεση του Θεού. Τότε θα αρχίσει μιαν απελπισμένη προσπάθεια για να ιδρύσει, ακόμη και με το έγκλημα αν χρειαστεί, την αυτοκρατορία των ανθρώπων. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τρομακτικές συνέπειες, από τις οποίες γνωρίζουμε μόνο μερικές προς το παρόν. Μα αυτές οι συνέπειες δεν απορρέουν από την ίδια την εξέγερση ή, τουλάχιστον, δεν φανερώνονται στο φως της ημέρας παρά μόνο όταν ο επαναστατημένος ξεχνά την αρχική του πορεία, αποκάμνει από τη φοβερή ένταση ανάμεσα στο ναι και το όχι, κι εγκαταλείπεται τελικά στην άρνηση κάθε πράγματος ή στην πλήρη υποταγή. Η μεταφυσική εξέγερση μας προσφέρει, στην πρώτης της κίνηση, το ίδιο θετικό αποτέλεσμα με την ανταρσία του σκλάβου. Χρέος μας είναι να εξετάσουμε πώς εξελίσσεται αυτό το περιεχόμενο της εξέγερσης στα έργα που την επικαλούνται και να πούμε πού οδηγούν η απιστία και η πίστη, από τον εξεγερμένο έως το ξεκίνημά του».
Ωραία. Και θα αναρωτηθείτε τις πταίει για όλα αυτά; Μήπως δεν έπρεπε δηλαδής να γίνει η Πρώτη επανάσταση του Ανθρώπου, για να μην χαθεί το πλαίσιο και έτσι οδηγηθούμε στις επόμενες δυο επαναστάσεις που μας έχουν φέρει εδώ που παραπαίουμε σήμερον; Μήπως δεν έπρεπε ο Άνθρωπος να βγει από τη σπηλιά του και να σπάσει τα στενά πλαίσια της σκέψης του και τα σφιχτά δεσμά του πνεύματός του γιατί ουσιαστικά αυτό που έκανε ήταν να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου κάτι που μας οδήγησε να πάμε σήμερα ούλοι κατά Διαβόλου…; Η απάντηση δεν είναι ότι φταίει που βγήκαμε εκτός εκείνου του απαρχαιωμένου πλαισίου της συσκότισης στο οποίο ζούσαμε. Αλλά, είναι ότι βγαίνοντας από τη σπηλιά μας δεν ακολουθήσαμε ένα νέο πλαίσιο διαβίωσης, λειτουργικό και ικανό να μας ωθήσει να αναπτύξουμε το πνεύμα μας, να κορέσουμε τις ανάγκες μας και να σεβαστούμε την ύπαρξή μας. Κάπου σε αυτό το σημείο ο Άνθρωπος, από τη θόλωση της πρωτόφαντης ελευθερίας του, έγινε αδάμαστος, θηρίο ανήμερο και τρομακτικό, που στράφηκε με ακόρεστη μανία και αδηφαγία απέναντι σε κάθε τι θα μπορούσε να μιλήσει για δέσμευση, δεσμά, πλαίσια λειτουργίας και όρια. Στη φόρα του επάνω όμως, δεν συνειδητοποίησε κάτι πολύ σημαντικό: ο τρόπος λειτουργίας του μυαλού του είναι συνυφασμένος με το πλαίσιο, τη δέσμευση, τη βάση στήριξης. Χωρίς πλαίσιο, ο Άνθρωπος βραχυκυκλώνει και αυτό ακριβώς έχει πάθει σήμερα. Χωρίς κάποια στέρεα βάση, δεν μπορεί να σταθεί ο Άνθρωπος στο Συμπαντικό Στερέωμα (βλέπετε, οι λέξεις δεν είναι τυχαίες, σε αντίθεση με τις καταστάσεις που είναι τυχαίες…). Ο νους και η λογική του Ανθρώπου είναι σιδηροδέσμιοι του πλαισίου. Χωρίς ένα τέτοιο, δεν λειτουργούν.
(εξ-αιρετική τοιχογραφία στα Χανιά που αποτυπώνει ακριβώς αυτό που βασάνιζε το νου μου αυτές τις μέρες - κάποια πράγματα σου παρουσιάζονται εκεί ακριβώς που περπατάς...)
Στην παραζάλη της απελευθέρωσής του λοιπόν, ο Άνθρωπος ξέχασε να ορίσει ένα νέο κοινό πλαίσιο λειτουργίας, με αποτέλεσμα σήμερα, ο καθένας μας να ορίζει το δικό του πλαίσιο λειτουργίας, ατομικά, και μέσα σε αυτό να ζει απομονωμένα και αποστειρωμένα. Αυτό όμως, αγαπητοί μου, μην προστρέξετε να το βαφτίσετε ως «την απόλυτη Ελευθερία», καθώς είναι η ψευδαίσθησή της, το κακέκτυπό της, αφού αποτελεί «την απόλυτη Ασυδοσία». Και ξέρετε ποια είναι η βασική διαφορά αυτών των δυο εννοιών; Ότι η Ελευθερία έχει όρια και πλαίσια, ενώ η Ασυδοσία όχι. Στην ελευθερία σέβομαι τα όρια του άλλου για να σεβαστεί και αυτός τα δικά μου όρια, ενώ στην Ασυδοσία δεν σέβεται κανείς κανέναν γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν όρια που να γεννήσουν την ανάγκη του Σεβασμού αυτών των ορίων. Έτσι, τα όρια αντικαθίστανται με όργια. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται σήμερα η Ανθρωπότητα.
Θα με ρωτήσετε και εύλογα, πώς ξεφεύγουμε από τούτο το μπλέξιμο και πώς αλλάζουμε πορεία; Η απάντηση έχει δοθεί νομίζω αφενός στο ποίημα του Χέλντερλιν «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή»:
«Και την καρδιά μου φανερά αφιέρωσα
Στη σοβαρή και πονεμένη γη
Και, μες στη νύχτα την ιερή,
Συχνά της υποσχέθηκα να την αγαπώ
Πιστά μέχρι θανάτου, άφοβα,
Με το βαρύ της μοίρας της φορτίο,
Κι απ’ τα αινίγματα της τίποτα να μην περιφρονώ.
Έτσι, μαζί της δέθηκα με θάνατου δεσμά».
«Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει…»
Το νέο πλαίσιο λειτουργίας του Ανθρώπου αγαπητοί μου, δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της Φύσης που μας γέννησε και μας δημιούργησε. Κλείστε την τηλεόραση, διαγραφείτε από το φατσοβιβλίο, σταματήστε να αυτοφωτογραφίζεστε και να κάνετε ckek-in όπου βρίσκεστε, και βγείτε έξω από το σπίτι, μυρίστε το πρώτο λουλούδι που θα δείτε, αγγίξτε το πρώτο δέντρο που είναι κοντά σας, ανεβείτε στην πιο κοντινή κορφή του σπιτιού σας, λασπώστε τα παπούτσια σας, χορέψτε στη βροχή και κυρίως γευτείτε την βροχή, ταΐστε ένα αδέσποτο, δώστε ένα πιάτο φαί και ένα γλυκό χαμόγελο σε έναν άστεγο της γειτονιάς σας, μιλήστε μεταξύ σας, κυνηγήστε να βγείτε με φίλους και να ερωτευτείτε και αφήστε ήσυχα τα pockemon… Μα πάνω από όλα, κάντε κάτι που θα σας κάνει να νιώσετε Δημιουργικοί! Ούτε Δημιουργοί, ούτε Δημιουργήματα, μα Δημιουργικοί. Η λέξη αυτή βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις άλλες δυο, καθώς ο Δημιουργικός Άνθρωπος, δημιουργώντας κάτι ωραίο, αυτόματα παίρνει δύναμη και ικανοποίηση από αυτό που έφτιαξε και «φτιάχνεται» (για αυτό αναφωνούμε ‘με έφτιαξες τώρα’!). Άρα, Δημιουργικός είναι αυτός που ταυτόχρονα φτιάχνει και ‘φτιάχνεται’. Αυτή, η αλληλεπίδραση κρύβει το συμπαντικό νόημα της Αλληλοσύνδεσης και της Ανασύνθεσης.
Υ.Γ.: Όλα τα αποσπάσματα που παραθέτω και με βοήθησαν να εκφράσω με λέξεις τις σκέψεις μου, είναι χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το υπέροχο -μα ελαφρώς δύσκολο- βιβλίο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» του Αλμπέρ Καμύ, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, 2011, ο οποίος με μεγάλη μαεστρία ενορχηστρώνει τον επικήδειο του Επαναστατημένου Ανθρώπου. Και αυτή η διαπίστωσή του, συγκλονιστική: "εκείνοι που κάνουν επαναστάσεις, εκείνοι που κάνουν το Καλό, δεν μπορούν να κοιμηθούν, παρά μόνο στον Τάφο".
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου